Είναι η Κρήτη που σε μαγεύει με τη φύση, τα αρώματα, τα χρώματα της γεύσης, την παράδοση, τη γαλήνη και τη σοφία της, είναι ο προορισμός και η φιλοξενία του Μοχού, που εισέβαλαν σαν ολόκληρη άμμος στο ταξιδιωτικό μου σακίδιο και χάρισαν απλόχερα αυθεντική ανεπιτήδευτη, αυθόρμητη χαρά, λουσμένη στο φως του Αυγούστου, στα ορεινά χωριά του νησιού, όπως ο Μοχός.
Η ζωή είναι ωραία στα γραφικά σοκάκια σμίγει το χθες με το σήμερα, η παράδοση με τη γεύση, οι σκιές με την πέτρα, το σκοτάδι με τις θύμισες, τα παραμύθια με τα αρχοντικά τους και οι μαντινάδες με τις αρχαίες επιγραφές.
Οι άνθρωποι χωρούν ανάμεσα στα γραφικά σοκάκια του χωριού, και οι ανάσες έχουν το άρωμα για γιασεμιού, του τριαντάφυλλου, του νυχτολούλουδου…
Τ΄ αμπέλι σου μιλάει για τον τρύγο, το πατητήρι, το κρασί, η ψημένη η ρακή που συνοδεύει τις παρέες νύχτα και μέρα! Πρόσωπα ρυτιδιασμένα σου εξιστορούν τσι ρίζες, τσι φύτρες, σου μιλούν για το στάρι και την ελιά και καμαρώνουν με κόπους και ιδρώτα, τη ζωή καμαρώνουν τη ζωή.
Είναι Κρήτες. Ακρίτες ενός ολόκληρου πολιτισμού λάμπουν τα μάτια τους, ανοίγουν τα στόματα, ορθώνεται η ψυχή εμπρός σ΄ αυτό το μεγαλείο που πορεύεται με σεβασμό στη φύση τον άνθρωπο, τη θάλασσα, το βουνό, τον ήλιο του καλοκαιριού, το χιόνι του χειμώνα, τον αέρα, τους καρπούς της γης.
Υποκλίνομαι. Πάντα γεια είναι ο χαιρετισμός τους, οι αυλές, τα σοκάκια, οι πλατείες, η εκκλησιές, τα ξεχασμένα παιδικά μας παιχνίδια με κιμωλία χαραγμένα στην εξώπορτα, έρημες οι γειτονιές και ξάφνου μία καλησπέρα ξεπηδά σε τούτο το αντάμωμα του τουρίστα με τον ντόπιο και νέοι, γέροι, παιδιά, έφηβοι από το Μοχό, από την Κρήτη, από την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ελβετία, την Ιταλία κι αλλού, σμίγουν τα χέρια και τις καρδιές στην πλατεία, που ανταμώνουν για πρώτη ίσως και τελευταία φορά, χορεύουν, πίνουν, τρώνε, γλεντούν σα να΄ ναι όλοι τους απόγονοι του σύγχρονου Ζορμπά, ενός Καζαντζάκη της Κρήτης, στην αιωνιότητα.