Σκιές στον αφρό. Μυστήριο και πάθος στα μυστικά παράλια της Αρκαδίας

Ένας έρωτας γεννιέται μέσα στη σιωπή, αποκαλύψεις βγαίνουν απ’ τον βυθό κι ένας άντρας εξαφανίζεται για πάντα, αφήνοντας πίσω του την αλήθεια και την πιο σαγηνευτική νύχτα του καλοκαιριού
Τυρός Πανοραμική

Ο ήλιος έδυε αργά πάνω απ’ την παραλία Τηγάνι, βάφοντας το νερό του Αργολικού και του Μυρτώου σε μωβ και χρυσό. Ήταν από εκείνες τις νύχτες του Ιουνίου που η σιωπή μύριζε γιασεμί και μυστικά. Σ’ ένα εγκαταλελειμμένο πέτρινο σπίτι, μια γυναίκα στάθηκε μπροστά από έναν καθρέφτη χωρίς είδωλο. Τον φοβόταν. Όπως και την επιστροφή της.

Η Άννα είχε φύγει από την Αθήνα νύχτα. Έφτασε στον Τυρό με νοικιασμένο αυτοκίνητο, πέρασε χωρίς να κοιτάξει κανέναν και ανηφόρισε προς τον λόφο πάνω απ’ τη Σαμπατική. Εκεί, ανάμεσα σε βάτα και ξερόχορτα, δέσποζε ακόμη το παλιό σπίτι του παππού της. Ο Ανέστης Χελωνάδος. Ένα όνομα που άφησε πληγές και ερωτήματα.

Είχε χρόνια να πατήσει εκεί. Από τότε που εξαφανίστηκε ο πατέρας της μέσα σε μια θολή υπόθεση λαθρεμπορίου. Από τότε που η μητέρα της αυτοκτόνησε στην Αίγινα. Από τότε που έμεινε μόνη.

Έβαλε το κλειδί στην παλιά σάπια πόρτα. Έσπρωξε.

Η σκόνη σηκώθηκε σαν φάντασμα. Οι τοίχοι μιλούσαν ακόμη. Και εκεί, στην κουζίνα, κάτω από μια πέτρα, βρήκε το μικρό, μαύρο δερματόδετο σημειωματάριο.

Η επιστροφή του Θοδωρή Μενάρδου

Ο Θοδωρής δεν ήταν από τον Τυρό. Ούτε από την Αρκαδία. Γεννημένος στη Βιέννη, γιος Έλληνα διπλωμάτη και Αυστριακής συγγραφέως, είχε μάθει να κινείται στη σιωπή και να διαβάζει τα σημάδια των ανθρώπων. Δούλευε στον ιδιωτικό τομέα, σε διεθνή έρευνα οικονομικού εγκλήματος. Μα είχε εξαφανιστεί από τον χάρτη.

Κανείς δεν ήξερε ότι τον είχαν απειλήσει. Ότι είχε δει κάτι που δεν έπρεπε. Ότι είχε παραβιάσει συστήματα με στοιχεία που αφορούσαν ελληνικά λιμάνια.

Και τώρα, βρισκόταν στα παράλια της Αρκαδίας, όχι για διακοπές. Για να βρει ένα όνομα. Έναν Χελωνάδο.

Η συνάντηση

Συναντήθηκαν τυχαία στην παραλία Τηγάνι. Εκείνη περπατούσε στην άκρη του νερού με τα παπούτσια στο χέρι. Εκείνος έπινε καφέ και έγραφε σημειώσεις στο tablet του.

— Ξένος;

— Όλοι εδώ είμαστε ξένοι, δεν νομίζεις;

Ήταν ειλικρινής. Δεν την κοίταξε σαν άντρας. Την κοίταξε σαν άνθρωπο που κουβαλούσε βάρος. Και εκείνη δεν φοβήθηκε να καθίσει μαζί του.

Το απόγευμα εκείνο κατέληξε σε βόλτα στους μικρούς χωματόδρομους δίπλα στην Πραγματευτή. Σιωπές. Μικρές εξομολογήσεις. Ένα χέρι που άγγιξε διστακτικά τον ώμο.

Το σημειωματάριο

Μέσα του είχε κώδικες, σημεία συντεταγμένων, ονόματα. Κάποια διαγραμμένα. Κάποια υπογραμμισμένα. “Σπηλιά πίσω απ’ το παλιό εκκλησάκι στην Σαμπατική”.

Ο Θοδωρής το είδε. Δεν είπε τίποτα. Μα αναγνώρισε δύο ονόματα: ένα από αυτά συνδεόταν με λογαριασμούς σε offshore εταιρείες στην Καραϊβική.

— Δεν είναι απλά οικογενειακή ιστορία αυτό, Άννα. Είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο.

— Δεν με νοιάζει. Θέλω να μάθω γιατί χάθηκε ο πατέρας μου.

Η σπηλιά

Κατέβηκαν νύχτα. Ο αέρας μύριζε ιώδιο και κινδύνους. Η σπηλιά ήταν κρυμμένη πίσω από θάμνους. Είχαν μαζί φακό, ραδιοφωνάκι, μαχαίρι. Και φόβο.

Μέσα, υπήρχαν κιβώτια με παλιές ετικέτες του στρατού. Κάτι είχε μείνει εκεί. Όχι πια όπλα. Αλλά τεκμήρια. Έγγραφα. Ένα παλιό κασετοφωνάκι. Φωνή αντρική. Τον αναγνώρισε. Ήταν ο πατέρας της. Μιλούσε για προδοσία. Για συνεργασία με ξένες δυνάμεις. Για κάποιον “Λεονάρδο” που τους πρόδωσε όλους.

— Πρέπει να φύγουμε. Τώρα.

Ο έρωτας στην καταιγίδα

Έμειναν τη νύχτα στο παλιό σπίτι. Έξω λυσσομανούσε ο άνεμος. Μέσα, η θερμοκρασία ανέβαινε απ’ το σώμα τους. Την φίλησε ξανά. Όχι σαν την πρώτη φορά. Αλλά σαν κάποιος που βουτά χωρίς επιστροφή.

Τα ρούχα έπεσαν αργά. Η γλώσσα της έψαχνε σημεία που δεν είχε ξυπνήσει κανείς. Εκείνος μπήκε μέσα της σαν λύτρωση. Κάθε ώθηση, μια υπόσχεση. Ένα δάγκωμα στον ώμο, ένα κράτημα στα μαλλιά, ένας λυγμός που δεν έκρυψε τίποτα.

— Θοδωρή… μην χαθείς κι εσύ.

Η προδοσία

Στο email του, εκείνο το πρωί, υπήρχε ένα αρχείο. Αποστολέας: [unknown]. Περιείχε καταγραφή από drones. Άντρες με κράνη, σκάφη που έδεναν στη σπηλιά. Ημερομηνία: 3 μέρες πριν.

— Δεν τελείωσε τίποτα. Τώρα ξεκινά.

Το τέλος στον αφρό

Περικυκλώθηκαν. Ο Θοδωρής πρόλαβε να κρύψει τη μονάδα αποθήκευσης κάτω απ’ την πέτρα. Άντρες με μαύρα, χωρίς διακριτικά.

— Άννα, μην μιλήσεις ποτέ.

Έπεσαν πάνω του. Πυροβολισμοί. Φωνές. Εκείνη έτρεξε. Το νερό άνοιξε σαν να δεχόταν τη θυσία.

Ένα χρόνο μετά, η Άννα κάθεται στη βεράντα του ίδιου σπιτιού. Έχει μετατρέψει το μέρος σε καταφύγιο συγγραφής. Πουλάει ερωτικά μυθιστορήματα με ψευδώνυμο. Σε ένα κουτί, φυλάει ακόμη το σημειωματάριο. Και μια φωτογραφία του Θοδωρή, βρεγμένη απ’ τον αφρό.

“Δεν σε πρόδωσα ποτέ. Ακόμη κι αν χάθηκα. Εσύ με ξύπνησες.”

Μυρτώ

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

newsletter banner anagnostis