Στο πλαίσιο του εορτασμού της 52ης επετείου του Πολυτεχνείου, μαθητές και μαθήτριες του Καλλιτεχνικού Σχολείου Αργολίδας, τιμώντας τον μεγάλο ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο, ζωγράφισαν πάνω σε βότσαλα μορφές και σύμβολα εμπνευσμένα από τον αγώνα της φοιτητικής νεολαίας που με κεντρικό σύνθημα «Ψωμί παιδεία Ελευθερία» οδήγησε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία στη σύγκρουση με το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967.

Ο Γιάννης Ρίτσος ζωγράφιζε πάνω σε βότσαλα και σε ξύλα και ρίζες που ξέβραζε η θάλασσα, γεμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις βασανιστικές και απελπισμένες ώρες του στα σκληρά χρόνια της εξορίας. Πρώτα στη Γυάρο και μετά στο Παρθένι της Λέρου, δε έπαψε ποτέ να δουλεύει με λέξεις και χρώματα, αποτυπώνοντας ανθρώπινες μορφές που παλεύουν με την αγριότητα του κόσμου προσδοκώντας την ομορφιά του έρωτα και της ελευθερίας.

Ο μεγάλος μας ποιητής ένοιωθε την ανάγκη να αντιπαραθέτει στους πόνους και τις αδικίες της εξορίας με την ομορφιά της ζωής και την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, δημιούργησε ένα πανόραμα αγοριών και κοριτσιών με ελληνικές κατατομές, εμπνευσμένο από την αρχαία αγγειογραφία, αναζητώντας με τις ζωγραφιές του ένα κόσμο αιώνιας νιότης.

Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά «η ελληνική τέχνη είναι ανθρωποκεντρική με κύριο ιδεώδες της το κάλλος». Με τη ζωγραφική ήταν σαν να προσπαθούσε να ελευθερώσει τα κρυμμένα τους μυστικά. Ο Ρίτσος αναζήτησε να ζωγραφίσει πάνω στις πέτρες: έναν κόσμο αιώνιας και αμάραντης, νεότητας εμπνευσμένο από την αγγειογραφία και τη βυζαντινή ζωγραφική.

Οι πέτρες, τα βότσαλα, τα ξύλα που ξέβραζε η θάλασσα, τα ευτελή και απρόβλεπτα αυτά υλικά έγιναν ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Ρίτσος αποτύπωσε «ανθρώπινες μορφές και σώματα, ποτέ τοπία. Σώματα ως επί το πλείστον γυμνά, ανθρώπινες μορφές και το πολύ πολύ άλογα», έγραφε ο Ρίτσος για αυτή τη συνήθειά του να ζωγραφίζει πάνω στα υλικά που του παρείχε η ίδια η φύση.

Ο Γ. Τσαρούχης έγραψε για τη ζωγραφική του Γιάννη Ρίτσου: «Η ανθρώπινη μορφή ζωγραφισμένη πάνω στις πέτρες, παλεύει με την αγριότητα του κόσμου για να αγριέψει και η ίδια στο τέλος και να γίνει τερατώδης και αλύπητη. Μα μέσα απ’ την αγριάδα και τη σκληρότητα, σαν σπίθα μέσα στη στάχτη, υπάρχει ατόφια αγάπη και, σαν περαστική αστραπή, ο έρωτας, πέρα από την εγκράτεια και την απόλαυση. Ο έρως που δημιουργεί τον κόσμο».

Η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα έγραψε: «Ο Ρίτσος αναζητεί και ανακαλεί πάνω στις πέτρες του τον χαμένο παράδεισο: έναν κόσμο αιώνιας και αμάραντης νιότης, ερατεινά κορίτσια και αθλητικά αγόρια με ελληνικές κατατομές, εμπνευσμένες από την αρχαία αγγειογραφία. Το τραγικό του βίωμα ο ποιητής το αποτύπωσε σχεδόν αποκλειστικά και με μεγάλη εκφραστική ένταση στις ρίζες από καλάμια. Οι ίδιες οι ρίζες, βασανιστικές, ροζιασμένες του υπαγόρευαν τις μορφές που ανέσυρε με ελάχιστες γραμμές μέσα από τα πάθη του ξύλου. Γιατί οι ρίζες έχουν πάνω τους τα ίχνη του χρόνου, της φθοράς, του γήρατος. Έτσι βγήκαν αυτές οι μαρτυρικές φυσιογνωμίες, που ανταποκρίνονται στα πάθη του ποιητή, στα πάθη του λαού μας».

Ο Άγγελος Δεληβορριάς έγραψε: Οι πέτρες, τα βότσαλα και οι γλειμμένες από το κύμα επιφάνειες, οι ρίζες που ξεβράζει η θάλασσα στις παραλίες, με τις αλλόκοτες φόρμες να προσκαλούν την ερμηνευτική διάθεση, τα χαρτιά και τα μολύβια, τα πινέλα και τα χρώματα, ό,τι εξασφαλίζει στις επιλογές των εγγραφών της μνήμης την ανάκληση των αναμνήσεων. Οι πέτρες, τα βότσαλα και τα κύματα, οι θάλασσες, οι ρίζες και τα χαρτιά, λέξεις πυροδοτημένες με τη φλόγα ενός ξεχωριστού φορτισμού, σημαδεμένες με τα στίγματα μιας βασανισμένης ελληνικότητας σε ποιήματα, που έθρεψαν τις προσδοκίες μας και λάξευσαν τον ψυχισμό μας».









