Καλοκαίρι στις κατασκηνώσεις του Ταϋγέτου δεκαετία του 80

Γράφει ο Γιάννης Λάσκαρης
Κατασκηνώσεις Ταϋγέτου δεκαετία '80.

Δεν υπήρχε ρολόι στις κατασκηνώσεις του Ταϋγέτου. Μας ξυπνούσε το φως που χυνόταν από τα καραβόπανα των σκηνών και το τσίριγμα των τζιτζικιών, σαν συναγερμός για ζωή.

Ήμασταν παιδιά, γύρω στα δώδεκα, κι όμως νιώθαμε σαν να ‘μασταν πιο κοντά στους θεούς. Μυρίζαμε το ρετσίνι, τρίβαμε τα χέρια μας στα φύλλα της μυρτιάς, σκαρφαλώναμε στα έλατα, κι ακούγαμε από μακριά το γέλιο να κυλάει μέσα στον καθαρό αέρα.

Τα απογεύματα, οι ομαδάρχες μάς μάζευαν για κατασκευές. Με κορμούς, σχοινιά και φαντασία στήναμε ανεμόμυλους, γεφυράκια, κάναμε τόξα. Ο καθένας έβαζε κάτι: ο Μανώλης είχε τις ιδέες, ο Αντώνης τα δυνατά του χέρια, εγώ έγραφα σελίδες στο ημερολόγιο που είχα φτιάξει από χαρτόνι και σπάγγο. Στις σελίδες του έγραψα για το πρώτο μου πάτημα στην κορυφή του Ταϋγέτου, για τον φόβο στη βραδινή σκοπιά, για το ψιλόβροχο που μας έπιασε στα μισά της διαδρομής προς τη Βαρβάσαινα.

Το νερό στην πηγή έτρεχε παγωμένο, και το πιάτο στη λέσχη δεν ήταν πάντα γεμάτο, αλλά κανείς δεν παραπονιόταν. Μια φέτα ψωμί με λάδι και ρίγανη ήταν γιορτή, αν τη μοιραζόσουν με φίλους κάτω από το ίσκιο της καρυδιάς.

Τα βράδια, ανάβαμε φωτιά. Καθόμασταν κυκλικά και τραγουδούσαμε. «Ήταν ένα μικρό καράβι», «Ο κυρ-Αντώνης» και ύστερα κάποιος έλεγε ιστορίες. Μια φορά, ο ομαδάρχης μάς διηγήθηκε για μια αρκούδα που κατέβηκε στο ρέμα – δεν τον πιστέψαμε, αλλά εκείνο το βράδυ κανείς δεν ήθελε να πάει μόνος στην τουαλέτα.

Ο Ταΰγετος ήταν ένα σχολείο, όχι από αυτά με κουδούνια και θρανία. Ήταν ένα σχολείο όπου μάθαινες να κοιμάσαι με το άκουσμα του ανέμου, να πλένεις το πιάτο σου, να δένεις σωστά έναν κόμπο και –το πιο δύσκολο– να δένεσαι με τους άλλους. Εκεί, χωρίς κινητά, χωρίς γονείς, χωρίς πολυτέλειες, ένιωθες πιο πλήρης από ποτέ.

Γυρίσαμε στην Καλαμάτα τον Σεπτέμβρη, σκονισμένοι, μαυρισμένοι, και λίγο πιο μεγάλοι. Μας ρώτησαν «περάσατε καλά;» κι εμείς απαντήσαμε με ένα αμήχανο «ναι». Πώς να περιγράψεις, άλλωστε, κάτι τόσο αληθινό; Πώς να βάλεις μέσα σε λόγια τον ήχο από τα κουδούνια των αγελάδων, τη γεύση του καρπουζιού κάτω απ’ τον ήλιο και τη φωνή του φίλου σου που σου λέει «μη φοβάσαι, είμαι δίπλα σου»;

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Exit mobile version