Η Αργολίδα, με την έντονη τουριστική της δραστηριότητα στο Ναύπλιο και την Ερμιονίδα, αλλά και με έναν ζωντανό πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, είναι μια περιοχή που ζει με τον ρυθμό της εργασίας.

του Άκη Γκάτζιου
Από τα ξενοδοχεία της πόλης μέχρι τα χωράφια της Ασίνης και τα μαγαζιά του Άργους, ο μόχθος είναι τρόπος ζωής. Και γι’ αυτό η ψήφιση του νέου εργασιακού νομοσχεδίου, που επιτρέπει πλέον έως και 13 ώρες εργασίας στον ίδιο εργοδότη, δεν είναι μια θεωρητική συζήτηση για τους ανθρώπους της περιοχής – είναι ένα ζήτημα που αγγίζει άμεσα την καθημερινότητά τους.
Η κυβέρνηση επιμένει ότι το μέτρο είναι «προαιρετικό», ότι το 8ωρο δεν καταργείται, και ότι οι υπερωρίες θα αμείβονται κανονικά με προσαύξηση 40%. Στα χαρτιά, όλα μοιάζουν να λειτουργούν υπέρ του εργαζόμενου. Στην πράξη, όμως, η εικόνα στα καφενεία του Άργους, στα τραπέζια της Ερμιόνης ή στα διαλείμματα των ξενοδοχοϋπαλλήλων στο Ναύπλιο, είναι πολύ διαφορετική.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Όταν ο μισθός παραμένει χαμηλός και η ακρίβεια στα σούπερ μάρκετ, στα καύσιμα και στα ενοίκια σαρώνει, πόσο «ελεύθερος» μπορεί να είναι ο εργαζόμενος να πει όχι στις πέντε επιπλέον ώρες; Για τον Γιώργο, τον ρεσεψιονίστ που κάνει διπλοβάρδιες σε ξενοδοχείο της παλιάς πόλης, ή τη Μαρία, τη σερβιτόρα στην Ερμιόνη που μετρά τις ώρες μέχρι να ξεκουραστεί, η «ευελιξία» δεν είναι επιλογή – είναι αναγκαστική πραγματικότητα.
Αν ο εργοδότης ζητήσει παραπάνω ώρες, όλοι ξέρουν τι σημαίνει μια άρνηση: κατσουφιασμένα βλέμματα, χαμένα «μπόνους», ή, στην καλύτερη περίπτωση, λιγότερες πιθανότητες επαναπρόσληψης την επόμενη σεζόν. Έτσι, η «συναίνεση» μετατρέπεται σιωπηλά σε εξαναγκασμό.
Τα επίσημα στοιχεία λένε πως οι Έλληνες εργάζονται περισσότερες ώρες από τον μέσο Ευρωπαίο, αλλά αμείβονται πολύ λιγότερο. Είναι το γνωστό σύνδρομο του «λαγού και της χελώνας»: τρέχουμε περισσότερο, αλλά πάντα μένουμε πίσω.
Αντί όμως η πολιτεία να απαντήσει με αύξηση μισθών και ενίσχυση των εργαζομένων ώστε να ζουν αξιοπρεπώς με ένα κανονικό ωράριο, επιλέγει να νομιμοποιήσει την εξάντληση. Η 13ωρη εργασία, έστω και «μόνο για 37 ημέρες τον χρόνο», είναι ένα ακόμη βήμα προς την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Για τους ανθρώπους της Αργολίδας, που συχνά συνδυάζουν το εποχικό μεροκάματο με δουλειές στον ελαιώνα ή στα χωράφια με τα εσπεριδοειδή, το μέτρο αυτό δεν αφήνει περιθώρια για ζωή. Όταν η μέρα τελειώνει μετά από 13 ώρες δουλειάς, δεν μένει χρόνος για την οικογένεια, για το ψάρεμα στο Τολό, ούτε για έναν καφέ στην πλατεία του Άργους.
Η πολιτεία και η «ευελιξία» που πονά
Η κυβέρνηση παρουσίασε το νέο πλαίσιο ως εργαλείο ενίσχυσης του εισοδήματος και της ανταγωνιστικότητας. Όμως στην αγορά εργασίας – στα ξενοδοχεία της Πελοποννήσου, στα σούπερ μάρκετ της πόλης, στα εργοτάξια και τα εστιατόρια – η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή.
Οι χαμηλοί μισθοί, η ανεργία και η ακρίβεια δεν αφήνουν περιθώριο επιλογής. Η «προαιρετική υπερωρία» γίνεται, στην πράξη, μονόδρομος. Και ενώ το νομοσχέδιο προβλέπει προστασία από απόλυση για όσους αρνηθούν, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ότι οι πιο ύπουλες πιέσεις ασκούνται μακριά από τα γραφεία και τα δικαστήρια, μέσα στα ίδια τα εργασιακά περιβάλλοντα.
Στον τουρισμό και την εστίαση – τομείς που κρατούν ζωντανή την οικονομία της Αργολίδας – η υπερεργασία είναι ήδη κανόνας. Αντί για περισσότερες προσλήψεις, οι ίδιες ομάδες εργαζομένων καλούνται να «τραβήξουν το κουπί» για ακόμη περισσότερες ώρες. Κι έτσι, η «ανάπτυξη» μεταφράζεται σε κόπωση, ανασφάλεια και ανθρώπινη φθορά.
Η πολιτική αντιπαράθεση που προηγήθηκε της ψήφισης του νομοσχεδίου φανέρωσε δύο διαφορετικές φιλοσοφίες: η κυβέρνηση βλέπει την «ευελιξία» ως εργαλείο εκσυγχρονισμού, ενώ η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα τη θεωρούν εργασιακή οπισθοδρόμηση.
Αυτό που απομένει είναι η πράξη: το αν το μέτρο θα λειτουργήσει πραγματικά υπέρ των εργαζομένων ή αν θα επιβεβαιώσει τους φόβους ότι οδηγούμαστε σε έναν νέο εργασιακό μεσαίωνα. Γιατί το ερώτημα δεν είναι πώς θα δουλέψουμε περισσότερο για να επιβιώσουμε, αλλά πώς θα δουλέψουμε με αξιοπρέπεια για να ζήσουμε.
Και σ’ αυτό το ερώτημα, η Αργολίδα – με τους ανθρώπους της, τους ρυθμούς της και την καθημερινή της πάλη – μοιάζει να δίνει ήδη την απάντηση: η «ευελιξία» μπορεί να είναι λέξη της εποχής, αλλά για τον εργαζόμενο παραμένει μια πικρή πραγματικότητα.








