Στέκομαι σε ένα βάθρο από ερείπια. Φοράω κουρέλια, μα το βλέμμα μου είναι άδειο, ταυτόχρονα τετραπέραντο. Μιλάω αργά, η φωνή μου σπάει…
Με είδατε; Με ακούσατε; Εγώ είμαι η φωνή που πνίγηκε στη φωτιά της Γάζας και στα ερείπια της Παλαιστίνης. Εγώ, το φάντασμα που πλανάται πάνω από τον εικοστό πρώτο αιώνα.
Εδώ, σε αυτά τα καυτά χώματα, πέθανε ο Άνθρωπός σας. Όχι ο απλός, ο καθημερινός. Αυτός πέθαινε πάντα. Εδώ πέθανε ο Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Σ. Η Αναγέννηση, ο Ουμανισμός, ο Διαφωτισμός – όλα έγιναν σκόνη που την πήρε ο άνεμος του Ιορδάνη. Είδαμε μάνες να κοιτούν το νεκρό τους βρέφος με θρήνο, αλλά και με την πείνα του κανίβαλου–δεν μας αφήσατε ούτε νερό να πιούμε, ούτε φαΐ να φάμε. Είδαμε ανθρώπους να τους τουφεκίζουν στη μέση του δρόμου ενώ περίμεναν ίσαμε 14 ώρες να πάρουν ψίχουλα και έχοντας περπατήσει δεκάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν να βρούν τα απαραίτητα για να ζήσουν. Είδαμε τα πτώματα στοιβαγμένα στους δρόμους, παγωμένα μνημεία μιας νέας εποχής, όπου ούτε ο θάνατος δεν έχει πια αξιοπρέπεια.
Αυτός είναι ο εφιάλτης του Προμηθέα σας. Εσείς μιλούσατε για τον Τιτάνα που έφερε τη φωτιά της γνώσης και της τέχνης. Μα εδώ, η φωτιά που μας έδωσαν δεν ήταν για να ζεστάνει, ούτε για να φωτίσει. Ήταν η φωτιά των βομβαρδισμών που ισοπέδωσε τα πάντα και η εσωτερική φλόγα της παράνοιας που μας έκανε να τρώμε τις σάρκες μας. Η γνώση αντί να φέρει ελευθερία τελειοποίησε την εξόντωση. Ο αετός του Δία δεν έτρωγε ένα συκώτι που αναγεννιόταν· Εσείς ως Δίας στείλατε στρατιώτες σαν αετούς να κατασπαράζουν με λύσσα το κορμί μας.
Και εσείς, οι παρατηρητές του κόσμου; Οι ευαίσθητοι χρονικογράφοι με τις καθαρές συνειδήσεις; Τα ξένα σας μέσα, οι φωνές της «ελευθερίας»; Σας στέλναμε τις ειδήσεις, γραμμένες με αίμα και καμένη σάρκα. Ο Άνας αλ-Σαρίφ, είδε με τα μάτια του την κόλαση και προσπάθησε να σας την περιγράψει. Μα εσείς, στα ζεστά σας στούντιο, κουνήσατε το κεφάλι με σκεπτικισμό. «Υπερβολές», ψιθυρίσατε. «Προπαγάνδα Τρομοκρατών». Η φρίκη μας ήταν τόσο απόλυτη, που έγινε απίστευτη για τις χορτάτες σας ψυχές. Η αλήθεια μας ήταν πιο τερατώδης από τα ψέματά τους. Και έπειτα τον αφήσατε να σκοτωθεί μαζί με δεκάδες άλλους συναδέλφους του.
Κι όμως οι Παλαιστίνιοι είμαστε η Γάζα. Η πολύθρηνη. Η πύλη της Ασίας και το φυλάκιο της Αφρικής. Είμαστε το αλάτι της θάλασσας στα χείλη των Φιλισταίων και η άμμος που σκέπασε τις στρατιές των Φαραώ. Είμαστε το παλίμψηστο όπου κάθε αυτοκρατορία χάραξε το όνομά της με φωτιά και αίμα, για να έρθει η επόμενη και να το σβήσει.
Είδαμε τον Αλέξανδρο, τον νεαρό θεό του πολέμου, να στέκεται έξω από τα τείχη μας, τυφλωμένος από οργή και δόξα. Για μήνες, οι μηχανές του χτυπούσαν τις πέτρες μας και η άμμος της ερήμου πότιζε από το αίμα των υπερασπιστών μας.
Είδαμε τις λεγεώνες της Ρώμης. Τον Βεσπασιανό και τον γιο του, τον Τίτο, να βαδίζουν προς την Ιερουσαλήμ, αφήνοντας πίσω τους τον όλεθρο. Μας ξαναέχτισαν, μας στόλισαν, μα η ειρήνη τους ήταν πάντα η ειρήνη του σπαθιού του δημίου που κρέμεται πάνω από τον λαιμό μας.
Είδαμε τον Σαλαντίν, τον Κούρδο σουλτάνο, να διώχνει τους ξένους Σταυροφόρους από τα χώματά μας. Είδαμε τον σταυρό και την ημισέληνο να πολεμούν για την ψυχή μας, χωρίς ποτέ να ρωτήσουν εμάς τι ήθελε η ψυχή μας.
Είδαμε και τον Ναπολέοντα, τον κοντοδεκανέα από την Κορσική, να μας αποκαλεί «πύλη της Ασίας». Πέρασε σαν σκιά, ένας ακόμη κατακτητής που η Ιστορία τον κατάπιε, αφήνοντας πίσω του μια ανάμνηση βίας και λεηλασίας έναντι του λαού μας.
Χιλιάδες λαοί, χιλιάδες στρατοί, χιλιάδες όνειρα και εφιάλτες πέρασαν πίσω από τα τείχη μας. Ακούσαμε τις προσευχές τους σε όλες τις γλώσσες και όλες τις εκδοχές, είδαμε το αίμα τους να ποτίζει τα ίδια λιόδεντρα.
Και τώρα… τώρα έρχεστε εσείς. Οι κάπηλοι του Δαυίδ και του Σολωμόντα. Δεν έχετε το πρόσωπο του Αλέξανδρου, ούτε την πειθαρχία του Τίτου. Είστε μια ανώνυμη, βιομηχανική δύναμη που δεν κατακτά, αλλά εξοντώνει με δειλία. Δεν γκρεμίζετε τα τείχη για να μπείτε. Γκρεμίζετε τα πάντα. Τα σπίτια, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τους φούρνους, τα χωράφια, τις μνήμες. Σκοτώνετε τα παιδιά μας, που τα κόκαλά τους γίνονται ένα με τα συντρίμμια.
Και τώρα μας διώχνετε ξανά όπως το ’48. Αφού δεν αφήσατε κολυμπηθρόξυλο όρθιο. Αφού μετατρέψατε τα σπίτια μας σε σκόνη και τα όνειρά μας σε φριχτούς εφιάλτες. Αφού φιμώσατε κάθε φωνή αντίστασης, βαφτίζοντας την κραυγή του ετοιμοθάνατου «τρομοκρατία» και τον θρήνο της μάνας «προπαγάνδα». Αφού τελειώσατε με την εξόντωση της σάρκας, αποφασίσατε να δολοφονήσετε και την ίδια την Ιστορία… Εσείς, που χτίσατε την ταυτότητά σας πάνω στην ανάμνηση της δικής σας εξορίας, πάνω στον θρήνο των διδύμων ποταμών της Βαβυλώνας. Εσείς, που διδάσκετε στα παιδιά σας για τα στρατόπεδα και τα γκέτο, για την απανθρωπιά του να είσαι στοιβαγμένος σαν ζώο, να αναπνέεις τον αέρα του Zyklon…
Πώς ξεχάσατε; Πώς η μνήμη του πόνου δεν σας έκανε πιο σοφούς, αλλά πιο αποτελεσματικούς δημίους; Μετατρέψατε το «Ποτέ Ξανά» από όρκο ανθρωπιάς σε άδεια για πλήρη γενοκτονία. Αποφασίσατε να πειραματιστείτε, να δείτε μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη αθλιότητα, να ξεπεράσετε τα όρια της φρίκης. Η λέξη «κτηνωδία» είναι πια μια ύβρις προς τα κτήνη: εκείνα σκοτώνουν για να επιβιώσουν, όχι για να ικανοποιήσουν έναν αιμοσταγή, θεολογικά δικαιολογημένο σαδισμό. Η δική σας υπόσταση δεν έχει πια όνομα σε καμία γλώσσα. Σηκώσατε το Άστρο του Δαυίδ, το σύμβολο της ελπίδας ενός κυνηγημένου, περιπλανώμενου λαού, και το μετατρέψατε σε στόχαστρο πάνω στα στήθη των παιδιών μας.
Και η ανθρωπότητα; Η σοφή, η πολιτισμένη ανθρωπότητα; Στέκεται και κοιτά σα χάνος.
Κολλάτε σε στείρες ρητορείες. Μιλάτε για «έθνη» και «κράτη», για «σύνορα» και «δικαιώματα άμυνας», για «τρομοκρατία» και «αντίποινα». Αναλύετε τη νεωτερικότητα, σχεδιάζετε γραμμές σε χάρτες, ζυγίζετε τις λέξεις σας για να μην προσβάλλετε κανέναν ισχυρό.
Αγνοείτε την Ιστορία. Αγνοείτε πως είμαστε αρχαιότεροι από τα έθνη σας, πως τα τείχη μας είδαν αυτοκρατορίες να γεννιούνται και να πεθαίνουν πριν καν επινοήσετε τις σημαίες σας!
Αγνοείτε τον Άνθρωπο. Τη μητέρα που ψάχνει ό,τι απέμεινε από το παιδί της στα ερείπια. Το παιδί που κλαίει από την πείνα, τον φόβο και τον πόνο από το κομμένο σκέλος του. Τον γέροντα που βλέπει τον κόσμο του να γίνεται στάχτη λίγο πριν τον τινάξει στον αέρα το βλήμα του δρόνου σαν νεο Στούκας. Αυτά είναι τα ουσιώδη που ξεχάσατε στις γεωπολιτικές σας αναλύσεις.
Καλύψατε τη σφαγή μας με λέξεις αδιάφορες, την ώρα που οι δυτικές κυβερνήσεις σας υπολόγιζαν το κέρδος τους από την αλληλοεξόντωσή μας, καθυστερώντας να ανοίξουν τον αποκλεισμο μας και να μας δώσουν έστω μια φρατζόλα ψωμί, στηρίζοντας με την σιωπή τους εκείνους τους κάπηλους του Δαυίδ και του Σολωμόντα.
Στέκομαι σε ένα βάθρο από ερείπια. Φοράω κουρέλια, μα το βλέμμα μου είναι άδειο, ταυτόχρονα τετραπέραντο. Μιλάω αργά, η φωνή μου σπάει… κιόμως δεν θρηνώ πλέον μόνο για μένα. Έχουμε άλλωστε πεθάνει και έχουμε αναστηθεί αμέτρητες φορές. Θρηνώ για ΣΑΣ. Γιατί στην προσπάθειά σας να μας σβήσετε, εμένα και τ’ αδέλφια μου, από τον χάρτη, το μόνο που καταφέρνετε είναι να σβήσετε ό,τι έχει απομείνει από την ανθρωπιά σας.
Και όταν πέσει και η τελευταία μας πέτρα, και σιγήσει και η τελευταία μας κραυγή, και το μόνο που θα απομείνει θα είναι η σιωπή και η σκόνη, εσείς θα συνεχίζετε να συζητάτε. Να αναλύετε. Να καταδικάζετε με προσοχή…
Και δεν θα έχετε καταλάβει πως δεν θάψατε μια πόλη ή εναν λαό. Θάψατε την ίδια σας την ψυχή και ολόκληρο τον γαμωπολιτισμό σας!