Τι 50, τι 60, τι 70… μπάνια

|

Χρόνος ανάγνωσης

6 λεπτά

|

0 Σχόλια στο Τι 50, τι 60, τι 70… μπάνια
Λουόμενοι στην Καραθώνα τον Νοέμβριο

Στην παραλία, λίγα χιλιόμετρα από την επαρχιακή μας πόλη, μια παρέα πενηντάρηδων μετρά μόνο κύματα και βουτιές. Δεν τους νοιάζει αν είναι Τρίτη ή Σάββατο, αν ο Ιούνιος τελειώνει ή αν ο Σεπτέμβρης πλησιάζει.

Του Κων/νου Τζιαμπάση

Από το θερινό ηλιοστάσιο, 21 Ιουνίου, ως τα μέσα Οκτώβρη, κάθε απόγευμα, περπατούν στην ακροθαλασσιά, βουτούν στα χλιαρά ή δροσερά νερά, και μοιράζονται στιγμές που μυρίζουν αλάτι και φως.

Τι 50, τι 60, τι 70 μπάνια; Όταν η θάλασσα γίνεται ραντεβού και ο ήλιος συνοδοιπόρος, η ζωή βρίσκει άλλον ρυθμό — πιο αληθινό.

Η πρώτη μέρα

Η 21η Ιουνίου. Η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου. Ο ήλιος κρεμόταν ακόμη ψηλά όταν η παρέα συναντήθηκε στην άκρη του δρόμου που κατηφορίζει προς την παραλία. Η ζέστη δεν είχε γίνει αποπνικτική, κι ένα ελαφρύ αεράκι κουβαλούσε μυρωδιές θυμαριού και πεύκου.

Ο Μανώλης προχώρησε πρώτος, ξυπόλητος, αφήνοντας τις σαγιονάρες να κρέμονται στο χέρι. Η άμμος ήταν χλιαρή από τον ήλιο, το νερό δροσερό, σαν υπόσχεση. Η Μαρία, με τα μαλλιά δεμένα πρόχειρα, κοίταξε γύρω της και είπε:

— Αν το κρατήσουμε αυτό μέχρι τον Οκτώβρη, θα είμαστε άλλοι άνθρωποι.

Κανείς δεν απάντησε. Δεν χρειαζόταν.

Η ιδέα είχε πέσει στο τραπέζι λίγες εβδομάδες πριν, σ’ ένα καφέ στο κέντρο της πόλης. Ο Μανώλης, γνωστός για τις ξαφνικές «εκστρατείες» του, είπε:

— Από 21 Ιουνίου, κάθε μέρα που μπορούμε, περπάτημα και μπάνιο στην παραλία. Μέχρι τα μέσα Οκτώβρη. Βρέξει, λιάσει.

Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν μεικτές. «Εδώ δεν βρίσκουμε ώρα για καφέ» είπε ο Γρηγόρης. «Και το νερό τον Ιούνιο είναι παγωμένο» πρόσθεσε η Χρύσα. Όμως όλοι ήξεραν ότι η ιδέα τους άγγιξε. Ήταν η ανάγκη να σπάσουν τη ρουτίνα, να κάνουν κάτι για το σώμα τους, και – ίσως πιο πολύ – να ξαναβρεθούν.

Βουτιές στους μήνες του καλοκαιριού

Στην αρχή, ο Ιούνιος είχε ακόμα τα δροσερά νερά της άνοιξης. Οι πρώτες βουτιές ήταν γρήγορες, σχεδόν βιαστικές. Το περπάτημα στην παραλία, όμως, είχε άλλη χάρη. Τα απογεύματα ήταν μακριά, ο ήλιος έδυε αργά, και η θάλασσα έπαιρνε χρυσοπορτοκαλί αποχρώσεις.

Μια από τις πρώτες μέρες, η Σοφία έφερε μαζί της έναν μικρό φωτογραφικό φακό. Τραβούσε στιγμιότυπα: τον Μανώλη να γελά με τα μαλλιά βρεγμένα, τη Χρύσα να κυνηγάει έναν αδέσποτο σκύλο που είχε μπει στο νερό, τον Γρηγόρη να στέκεται ακίνητος και να κοιτάζει το πέλαγος.

Ένα απόγευμα, τους έπιασε ξαφνική καλοκαιρινή βροχή. Η θάλασσα μούγκρισε για λίγο, το νερό σκοτείνιασε, και οι σταγόνες χτυπούσαν την επιφάνειά της σαν μικρές καρφίτσες. Αντί να φύγουν, έμειναν μέσα, αφήνοντας τη βροχή να τους μπερδεύει με τα κύματα.

Κάθε τόσο, περνούσε ένα καΐκι από μακριά, και το κύμα του έφτανε αργά στην ακτή, σαν καθυστερημένο χαιρετισμό.

Μέχρι τα μέσα Ιουλίου, η συνήθεια είχε γίνει σχεδόν τελετουργία. Στις 6:30 το απόγευμα συναντιόνταν στο ίδιο σημείο. Κάποιος έφερνε φρούτα, άλλος νερό, κι ο Δημήτρης πάντα κουβαλούσε ένα παλιό ραδιόφωνο τσέπης που έπαιζε χαμηλά.

Περπατούσαν περίπου 45 λεπτά στην ακροθαλασσιά, μετά έκαναν το μπάνιο τους. Συχνά έμεναν στο νερό συζητώντας για δουλειές, παιδιά, πολιτική, ή απλώς σιωπώντας και ακούγοντας τα κύματα.

Η Σοφία έλεγε ότι το περπάτημα στην παραλία είναι «σαν να ξύνεις την ψυχή σου από τα περιττά». Ο Δημήτρης ένιωθε πως «η θάλασσα σε ξεπλένει και απ’ τα νεύρα». Ακόμα και οι πιο κυνικοί της παρέας άρχισαν να παραδέχονται ότι κάτι είχε αλλάξει: κοιμόντουσαν καλύτερα, είχαν περισσότερη ενέργεια, και – ίσως πιο σημαντικό – γελούσαν περισσότερο.

Ένα απόγευμα, βρήκαν στην άμμο ένα ξύλινο κασελάκι, μισοθαμμένο. Μέσα είχε μόνο πέτρες και φύκια, αλλά η στιγμή που όλοι έσκυψαν να το ανοίξουν είχε κάτι από παιδική περιπέτεια.

Άλλη μέρα, μετά το μπάνιο, έμειναν μέχρι που νύχτωσε. Το φεγγάρι ανέβαινε αργά, φωτίζοντας την ακτή. Έκαναν μια μικρή βουτιά μέσα στο ασημένιο φως και βγήκαν αργά, με την αίσθηση ότι ζούσαν κάτι μυστικό.

Ο Αύγουστος ήρθε με ζεστό αέρα, και η άμμος έκαιγε τα πέλματα. Ένα τσούρμο παιδιά έστηνε κάστρο στην άκρη της παραλίας, ενώ οι μεγάλοι κολυμπούσαν στα βαθιά.

Μια φορά, μετά το μπάνιο, έκατσαν όλοι κάτω από μια μεγάλη συκιά στην άκρη του δρόμου και μοιράστηκαν παγωμένο καρπούζι. Τα χέρια τους κολλούσαν από τον χυμό, και τα γέλια ακούγονταν μέχρι το μονοπάτι.

Κάποια άλλη μέρα, ο Μανώλης έφερε μαζί του μια φουσκωτή σανίδα και παρέσυρε τον Γρηγόρη σε μια μικρή εξερεύνηση στα ρηχά. Όταν γύρισαν, μιλούσαν σαν να είχαν ανακαλύψει καινούργιο νησί.

Κι ύστερα ήταν εκείνη η μέρα του νοτιά. Ο αέρας κουβαλούσε αλμύρα, και η θάλασσα είχε μικρά, κοφτά κύματα. Κολύμπησαν με δυσκολία, αλλά όταν βγήκαν, τα μάγουλά τους ήταν κατακόκκινα και τα μάτια τους γελούσαν.

Ήρθε το φθινόπωρο και το κλείσιμο του κύκλου

Τα βράδια δροσίζουν. Η παραλία αδειάζει από τουρίστες, και η θάλασσα γίνεται ξανά δική τους. Το φως μαλακώνει, τα ηλιοβασιλέματα έχουν εκείνη τη μελαγχολία που μόνο ο Σεπτέμβρης ξέρει να δίνει.

Στις συζητήσεις μπαίνουν θέματα που δεν είχαν χωρέσει το καλοκαίρι: παλιές ιστορίες από το σχολείο, εξομολογήσεις για έρωτες που δεν έγιναν ποτέ, και σχέδια για ταξίδια που ίσως γίνουν.

Ένα απόγευμα, καθώς περπατούσαν, πέρασε από πάνω τους ένα κοπάδι αποδημητικά πουλιά. Σταμάτησαν όλοι και τα παρακολούθησαν να χάνονται στον ορίζοντα. «Να, κι αυτά φεύγουν για ζεστά μέρη» είπε η Χρύσα. «Κι εμείς εδώ θα μείνουμε, μέχρι να κρυώσει το νερό» της απάντησε ο Δημήτρης.

Μια άλλη μέρα, δοκίμασαν να περπατήσουν πιο μακριά, μέχρι έναν μικρό βραχάκι που δεν είχαν φτάσει ποτέ. Εκεί βρήκαν μια κρυφή μικρή αμμουδιά. «Του χρόνου εδώ θα κάνουμε το πρώτο μας μπάνιο» είπε ο Μανώλης.

Στις αρχές Οκτώβρη, το νερό είχε κρυώσει, αλλά ο ήλιος έδινε ακόμα μια τελευταία ζεστασιά. Είχαν ήδη φτάσει τα 60 μπάνια. Κάποιοι έκαναν πλάνα να πιάσουν τα 70 πριν τελειώσει η σεζόν.

Μια μέρα που φυσούσε, τα κύματα ήταν πιο δυνατά. Ο Μανώλης, σαν παιδί, έμπαινε μπροστά τους και τα άφηνε να τον χτυπούν. Η Μαρία έβγαλε το κινητό και βιντεοσκόπησε, γελώντας τόσο που της έφυγε η πετσέτα από τους ώμους.

Κι έπειτα ήρθε η μέρα που ήξεραν ότι θα ήταν η τελευταία. Γύρω στις 15 Οκτώβρη. Έφεραν θερμό με ζεστό τσάι, μπισκότα, και κάθισαν στην άμμο τυλιγμένοι σε πετσέτες, κοιτώντας τον ήλιο να βουτάει στη θάλασσα. Ο αέρας μύριζε φθινόπωρο, αλλά η καρδιά τους κρατούσε ακόμη καλοκαίρι.

Η Μαρία είπε:

— Το πιο ωραίο είναι ότι ξέρουμε πως θα το ξανακάνουμε.

Κάθε καλοκαίρι έχει τον δικό του ήχο, τη δική του γεύση, τη δική του μυρωδιά. Για την παρέα της παραλίας, το καλοκαίρι του 2025 (και κάθε επόμενο) θα μυρίζει ιώδιο, θα έχει τον ήχο του κύματος και τη γεύση του αλατιού στα χείλη μετά από μια ώρα στο νερό.

Τι 50, τι 60, τι 70 μπάνια; Σημασία έχει ότι κάθε μέρα που συναντιόνταν στην παραλία ήταν μια μικρή νίκη απέναντι στον χρόνο και στις δικαιολογίες. Μια υπόσχεση ότι η ζωή μπορεί να χωρέσει και λίγη περισσότερη θάλασσα, λίγη περισσότερη παρέα, και λίγο περισσότερο φως.

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

newsletter banner anagnostis