Στενά παρακολουθεί η ΑΑΔΕ τις αγορές που πραγματοποιούν οι φορολογούμενοι μέσω πιστωτικών, χρεωστικών καρτών και ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, συγκρίνοντας τις συνολικές δαπάνες με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Στόχος είναι ο εντοπισμός περιπτώσεων όπου οι καταναλωτικές δαπάνες δεν δικαιολογούνται από τα εισοδήματα που έχουν δηλωθεί στην εφορία.
Όταν διαπιστώνεται αναντιστοιχία –δηλαδή όταν οι ηλεκτρονικές πληρωμές υπερβαίνουν αισθητά το εισόδημα– ο φορολογούμενος καλείται σε φορολογικό έλεγχο. Εάν δεν μπορέσει να αποδείξει τη νόμιμη προέλευση των χρημάτων, ακολουθεί καταλογισμός φόρων και προστίμων, ακόμη και άρση του τραπεζικού απορρήτου.
Πώς «χτυπά» ο αλγόριθμος της ΑΑΔΕ
Η παρακολούθηση των συναλλαγών γίνεται σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, μέσω εξειδικευμένων λογισμικών που διασταυρώνουν στοιχεία πληρωμών. Σε περιπτώσεις έντονης «υπερκινητικότητας» ηλεκτρονικών αγορών, η ΑΑΔΕ ζητά από τις τράπεζες αναλυτικά στοιχεία συναλλαγών για ολόκληρο το φορολογικό έτος.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι κωδικοί 049 – 050 του εντύπου Ε1, όπου δηλώνονται οι δαπάνες που έγιναν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής το προηγούμενο έτος. Η υπερβολική δήλωση δαπανών σε σχέση με το εισόδημα αποτελεί βασικό κριτήριο κινδύνου για έλεγχο.
Το όριο του 30% και το πρόστιμο 22%
Για να κατοχυρώσει ο φορολογούμενος την έκπτωση φόρου έως 2.200 ευρώ, υποχρεούται να πραγματοποιεί αγορές με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ίσες με το 30% του δηλωθέντος εισοδήματός του, με ανώτατο όριο τις 20.000 ευρώ.
Εάν το απαιτούμενο ποσό δεν καλυφθεί, επιβάλλεται πρόστιμο 22% επί της διαφοράς μεταξύ του απαιτούμενου και του πραγματικού ποσού δαπανών. Ωστόσο, μεγαλύτερος κίνδυνος υπάρχει για όσους δηλώνουν δαπάνες υψηλότερες από το εισόδημά τους, καθώς ενεργοποιείται αυτόματα ο έλεγχος.
Χαρακτηριστική υπόθεση: Όταν οι αγορές «πρόδωσαν» τον φορολογούμενο
Ενδεικτική είναι υπόθεση που εξετάστηκε από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (απόφαση 2461/2025). Φορολογούμενος δήλωσε για το φορολογικό έτος 2021 εισόδημα μόλις 5.517,26 ευρώ, ενώ οι αγορές που πραγματοποίησε με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής έφτασαν τις 120.961,87 ευρώ.
Παρότι στον κωδικό 049 του Ε1 είχε δηλώσει δαπάνες 11.843,10 ευρώ, ποσό υπερδιπλάσιο του εισοδήματός του, οι διασταυρώσεις αποκάλυψαν πολύ μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών. Η υπόθεση κρίθηκε υψηλού κινδύνου και διατάχθηκε φορολογικός έλεγχος και άρση τραπεζικού απορρήτου.
Έλεγχοι, τράπεζες και στοιχηματική δραστηριότητα
Ο έλεγχος ανατέθηκε στο Ελεγκτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, το οποίο ζήτησε αναλυτικά στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών, καθώς και πληροφορίες για πιθανή στοιχηματική δραστηριότητα μέσω της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων.
Από τα στοιχεία προέκυψε ότι ποσό 95.224,54 ευρώ δεν δικαιολογούνταν από τα εισοδήματα του 2021 και προηγούμενων ετών. Παρότι ο φορολογούμενος προσκόμισε αποδείξεις για μέρος των καταθέσεων (ανάλωση κεφαλαίου, δωρεές, κοινούς λογαριασμούς), η προσαύξηση περιουσίας περιορίστηκε τελικά σε 52.332,40 ευρώ.
Ο τελικός «λογαριασμός»
Για το αδικαιολόγητο ποσό επιβλήθηκαν:
- Φόρος εισοδήματος: 17.269,69 ευρώ
- Πρόστιμο: 8.634,85 ευρώ
Ο συνολικός καταλογισμός ανήλθε σε 24.897,08 ευρώ, επιβεβαιώνοντας ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αποτελούν πλέον ισχυρό εργαλείο φορολογικού ελέγχου.

















