Η «γάγγραινα» της παραοικονομίας εξακολουθεί να ταλανίζει την ελληνική οικονομία, παρά τις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής μέσα από την επέκταση των ψηφιακών συναλλαγών και των ηλεκτρονικών πληρωμών.
Σύμφωνα με στοιχεία της πρόσφατης μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), το «μαύρο χρήμα» που κυκλοφορεί στην Ελλάδα υπερβαίνει τα 45 δισεκατομμύρια ευρώ, με την παραοικονομία να εκτιμάται στο 20,9% του ΑΕΠ — ποσοστό κατά 3,3 μονάδες υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα ψηλά στη λίστα της παραοικονομίας στην Ευρώπη
Από το 2003 έως το 2022, η ανεπίσημη οικονομική δραστηριότητα στη χώρα διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 23,7% του ΑΕΠ, όταν σε χώρες όπως η Ιρλανδία και η Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 12%.
Ακόμη και σε χώρες με παρόμοια κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά, όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, η Ελλάδα καταγράφει σταθερά υψηλότερα ποσοστά παραοικονομίας.
Παρά ταύτα, η τάση είναι πτωτική. Το μέγεθος της παραοικονομίας στη χώρα έχει μειωθεί κατά 7,3 ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία 20 χρόνια, κυρίως χάρη στην υιοθέτηση ψηφιακών εργαλείων και την ενίσχυση των φορολογικών ελέγχων.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες στο επίκεντρο
Το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που τροφοδοτεί την παραοικονομία.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, στην Ελλάδα το επίπεδο αυτοαπασχόλησης συμβάλλει κατά 37,6% στη διαμόρφωση της παραοικονομίας, έναντι 31% στην Ιταλία και 23,8% στην Ισπανία.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά φοροδιαφυγής, γεγονός που οδήγησε την κυβέρνηση να επιβάλει καθολικά μέτρα ψηφιακής διαφάνειας, όπως τα ηλεκτρονικά τιμολόγια, το myDATA και το ψηφιακό δελτίο αποστολής.

Ο ρόλος των έμμεσων φόρων
Οι έμμεσοι φόροι, και κυρίως ο ΦΠΑ, αποτελούν κρίσιμο παράγοντα στην ανάπτυξη της παραοικονομίας.
Η ερευνήτρια του ΚΕΠΕ, Άρτεμις Στρατοπούλου, επισημαίνει ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές σε συνδυασμό με τις πληρωμές με μετρητά στις μικρές επιχειρήσεις ενισχύουν τα φαινόμενα φοροδιαφυγής.
Αν και τα τελευταία χρόνια οι ηλεκτρονικές συναλλαγές έχουν αυξηθεί θεαματικά, το ποσοστό χρήσης μετρητών στην καθημερινότητα παραμένει από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Χαμηλή ποιότητα θεσμών και γραφειοκρατία
Η ποιότητα των θεσμών και η πολιτική σταθερότητα αποτελούν κρίσιμους δείκτες για την ανάπτυξη ή την αποδυνάμωση της παραοικονομίας.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε δείκτες όπως η διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και η ποιότητα των ρυθμιστικών μηχανισμών.
Η φορολογική ηθική, η οποία αντικατοπτρίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος, συμμετέχει κατά 10,4% στη διαμόρφωση της παραοικονομίας, σύμφωνα με τη μελέτη.
Πώς μπορεί να περιοριστεί η παραοικονομία
Το ΚΕΠΕ υπογραμμίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις του 2024 έφεραν μετρήσιμα αποτελέσματα στη μείωση της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, απαιτείται συνέχιση και ενίσχυση των μέτρων μέσα στο 2025.
Οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής περιλαμβάνουν:
- Καθολική εφαρμογή της πλατφόρμας myDATA για έσοδα και έξοδα.
- Ψηφιακή βάση δεδομένων πελατών για πλήρη ιχνηλασιμότητα συναλλαγών.
- Ηλεκτρονικό δελτίο αποστολής για διακίνηση προϊόντων.
- Αυτόματη παρακολούθηση ληξιπρόθεσμων οφειλών μέσω συστημάτων ελέγχου.
- Ενίσχυση της τεχνητής νοημοσύνης στους ελέγχους για ταχύτερη ανίχνευση παρατυπιών.
- Καθολική επέκταση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και κίνητρα για χρήση ψηφιακών πληρωμών.
Η παραοικονομία στην Ελλάδα αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα που πλήττει τη φορολογική δικαιοσύνη και την οικονομική ανάπτυξη. Αν και η χώρα έχει σημειώσει πρόοδο χάρη στη ψηφιακή μεταρρύθμιση, η πλήρης αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί συνδυασμό θεσμικής αναβάθμισης, διαφάνειας και φορολογικής συνείδησης.