Magnifico bagno a Karathona (Υπέροχο μπάνιο στην Καραθώνα)

Συνταξιούχοι Ιταλοί τουρίστες ενθουσιάστηκαν από την Καραθώνα – Κάθε βουτιά γινόταν μέρος μιας συλλογικής ιστορίας αντίστασης

|

Χρόνος ανάγνωσης

5 λεπτά

|

0 Σχόλια στο Magnifico bagno a Karathona (Υπέροχο μπάνιο στην Καραθώνα)
Οκτώβριος στην Καραθώνα

Ο Μάρκο και η Τερέζα είχαν περάσει τα εβδομήντα, μα εξακολουθούσαν να ταξιδεύουν σαν να είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους. Από τη στιγμή που αποσύρθηκαν στη σύνταξη, έκαναν κάθε καλοκαίρι μια μεγάλη απόδραση στη Μεσόγειο. Είχαν γνωρίσει τις ακτές της Σαρδηνίας, τα δρομάκια της Σικελίας, τα ψαροχώρια της Κροατίας. Μα η Ελλάδα, και ειδικά το Ναύπλιο, τους είχε κλέψει την καρδιά.

Ήταν κάτι στον αέρα αυτής της πόλης: τα βενετσιάνικα τείχη που στέκονταν αγέρωχα, τα καφενεία με τους ηλικιωμένους που έπαιζαν τάβλι, τα παιδιά που έτρεχαν ξυπόλητα στα σοκάκια. Κάθε πρωί έπαιρναν τον καφέ τους στην πλατεία Συντάγματος. Εκεί είχαν μάθει λίγες λέξεις ελληνικά, αρκετές για να χαιρετούν και να κερδίζουν χαμόγελα από τους ντόπιους.

Μια μέρα, ο κυρ-Γιάννης, ένας συνταξιούχος δάσκαλος που τους είχε πιάσει κουβέντα, τούς μίλησε με ανησυχία.

– «Ξέρετε, παιδιά μου, η κυβέρνηση θέλει να πουλήσει την Καραθώνα. Να την παραδώσει σε ιδιώτες…»

Ο Μάρκο και η Τερέζα αντάλλαξαν βλέμματα.

– «La spiaggia?», ρώτησε η Τερέζα.

– «Ναι, η παραλία μας. Την πιο όμορφη του τόπου.»

Τους εξήγησε πώς η Καραθώνα δεν ήταν μόνο τόπος αναψυχής. Ήταν το «σαλόνι» του Ναυπλίου: εκεί μεγάλωσαν γενιές παιδιών, εκεί οι ερωτευμένοι περπατούσαν στο ηλιοβασίλεμα, εκεί οι ηλικιωμένοι έβρισκαν παρηγοριά στη θάλασσα που δεν ζητούσε τίποτα σε αντάλλαγμα.

Οι δυο Ιταλοί ένιωσαν σαν να μιλούσε και για τις δικές τους εμπειρίες στην πατρίδα τους. Στη Λιγουρία, είχαν δει μικρούς κόλπους να γεμίζουν περιφράξεις, με εισιτήρια και πολυτελή μπαρ που έδιωχναν τον απλό κόσμο. «Όταν η θάλασσα δεν είναι πια για όλους», είχε πει κάποτε ο Μάρκο, «χάνεις ένα κομμάτι της ελευθερίας σου».

Εκείνο το βράδυ, στο δωμάτιο του μικρού τους ξενοδοχείου με θέα στο Μπούρτζι, αποφάσισαν πως δεν θα έμεναν αμέτοχοι. Δεν είχαν φωνή σε εκλογές, δεν ήταν πολίτες της Ελλάδας. Μα μπορούσαν να αντισταθούν με τον δικό τους τρόπο.

– «Θα πάμε στην Καραθώνα», είπε η Τερέζα.

– «Και;»

– «Και θα κάνουμε το μόνο που ξέρουμε καλά: θα κολυμπήσουμε».

Την επόμενη μέρα κατηφόρισαν τον δρόμο προς την παραλία. Ο ήλιος έκαιγε, μα τα δέντρα στις άκρες του δρόμου τους συντρόφευαν με τη σκιά τους. Όταν έφτασαν, η θάλασσα απλώθηκε μπροστά τους σαν γαλάζια αγκαλιά. Ο μεγάλος ευκάλυπτος στεκόταν σαν φύλακας στην άκρη της άμμου, κι από κάτω οικογένειες είχαν στρώσει πετσέτες, παιδιά έπαιζαν με κουβαδάκια, νεαροί έκαναν γυμναστική πάνω στην άμμο.

Ο Μάρκο και η Τερέζα στάθηκαν για λίγο σιωπηλοί. «Αν αυτή η ομορφιά κλειστεί πίσω από φράχτες», σκέφτηκε η Τερέζα, «θα είναι σαν να σβήνει ένα κομμάτι του κόσμου».

Άπλωσαν τις πετσέτες τους κάτω από τη σκιά ενός δέντρου και μπήκαν στο νερό. Το κύμα τους αγκάλιασε απαλά. Εκείνη τη στιγμή, ο Μάρκο ένιωσε να ξαναγίνεται παιδί: κάθε βουτιά ήταν ένα «όχι» σε κάθε σχέδιο ιδιωτικοποίησης.

Όταν βγήκαν, κάθισαν στο δέντρο κι άρχισαν να συζητούν με όσους βρίσκονταν γύρω. Ένα νεαρό ζευγάρι τους άκουσε να μιλάνε ιταλικά και τους πλησίασε.

– «Τι όμορφη γλώσσα! Είστε τουρίστες;»

– «Ναι, αλλά σήμερα είμαστε όλοι πολίτες της Καραθώνας», απάντησε ο Μάρκο χαμογελώντας.

Η φράση του έφερε γέλια, μα και μια σπίθα. Λίγο αργότερα, κάποιοι άρχισαν να κάνουν ασκήσεις γιόγκα στην άμμο, άλλοι έκαναν τρέξιμο στο μήκος της παραλίας, κι άλλοι απλώς βούτηξαν με δυνατές φωνές. Ο αυθόρμητος αυτός ρυθμός έμοιαζε με γιορτή: σαν να έλεγαν όλοι μαζί ότι η Καραθώνα ανήκει σε αυτούς που την αγαπούν.

Τις μέρες που ακολούθησαν, ο Μάρκο και η Τερέζα έγιναν γνώριμες φιγούρες στην παραλία. Έφταναν νωρίς το πρωί, έκαναν μπάνιο, μετά κάθονταν στον ίσκιο και μιλούσαν με τον καθένα. Μιλούσαν για την Ιταλία, για τα χρόνια που κι εκεί είχαν χάσει παραλίες, για το πώς οι άνθρωποι χρειάζονται την αίσθηση ότι η φύση δεν είναι εμπόρευμα.

Σιγά-σιγά, η ιδέα τους πήρε μορφή. Πρότειναν να καθιερώσουν καθημερινές συναντήσεις: να κάνουν όλοι μαζί μπάνιο και γυμναστική στην Καραθώνα, όχι σαν απλή ψυχαγωγία, αλλά σαν μια πράξη ήσυχης αντίστασης.

Ένα απόγευμα, κάτω από τον μεγάλο ευκάλυπτο, συγκεντρώθηκαν καμιά τριανταριά άνθρωποι. Άλλοι έφεραν μπάλα για βόλεϊ, άλλοι χαλάκια για γιόγκα, άλλοι απλώς ήρθαν να κολυμπήσουν. Ο Μάρκο σήκωσε το χέρι του και είπε:

– «Δεν έχουμε όπλα, ούτε μεγάλα λόγια. Έχουμε το σώμα μας και τη θάλασσα. Ας δείξουμε πως είμαστε εδώ».

Η εικόνα εκείνη ήταν συγκινητική: ηλικιωμένοι να κάνουν ήρεμες διατάσεις, νέοι να τρέχουν στην άμμο, παιδιά να βουτάνε με γέλια. Μια συλλογική γιορτή ζωής που έλεγε χωρίς φωνές: Η Καραθώνα δεν πωλείται.

Τα βράδια, όταν γύριζαν στο δωμάτιο, μιλούσαν γι’ αυτό που ζούσαν.

– «Ξέρεις, Τερέζα», είπε μια φορά ο Μάρκο, «ίσως να μην αλλάξουμε τον κόσμο. Μα τουλάχιστον θα ξέρουμε πως τον υπερασπιστήκαμε».

– «Κι αν καταφέρουμε να φυτέψουμε έστω και μια μικρή ιδέα στον νου τους, ότι η θάλασσα είναι δικαίωμα, όχι εμπόρευμα, τότε άξιζε».

Η Τερέζα κοιτούσε από το μπαλκόνι το φωτισμένο Μπούρτζι μέσα στη νύχτα. «Magnifico bagno», σκέφτηκε. Όχι γιατί το νερό ήταν καθαρό και λαμπερό, αλλά γιατί κάθε βουτιά γινόταν μέρος μιας συλλογικής ιστορίας αντίστασης.

Ένα πρωινό, λίγο πριν φύγουν από το Ναύπλιο, πήγαν ξανά στην Καραθώνα. Η παραλία ήταν γεμάτη: άνθρωποι έκαναν μπάνιο, γυμναστική, παιχνίδια, σαν να είχαν υιοθετήσει το τελετουργικό που ξεκίνησε τόσο απλά. Ο Μάρκο και η Τερέζα μπήκαν μαζί στη θάλασσα, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου.

Όταν βγήκαν, ο ήλιος έλαμπε ψηλά και η άμμος έκαιγε. Μα εκείνοι χαμογελούσαν: ήξεραν ότι, με τον πιο απλό τρόπο, είχαν γίνει κομμάτι ενός αγώνα που ξεπερνούσε τις δικές τους ζωές.

Η Καραθώνα παρέμενε ελεύθερη – και εκείνοι έφευγαν με την καρδιά τους γεμάτη από την αίσθηση ότι η αληθινή ελευθερία δεν βρίσκεται στις μεγάλες νίκες, αλλά στις μικρές, καθημερινές πράξεις που δίνουν νόημα στη ζωή.

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

newsletter banner anagnostis