Το καλοκαίρι, άλλοτε…

|

Χρόνος ανάγνωσης

4 λεπτά

|

0 Σχόλια στο Το καλοκαίρι, άλλοτε…
Διακοπές στην Ελλάδα το 1960-diakopes palias ep[oxis gemini generated image g95wqeg95wqeg95w

Ήταν τα καλοκαίρια που δεν είχαν ρολόι. Που η μέρα άρχιζε με τον ήχο από τα τζιτζίκια να σε σκουντάνε απ’ το παράθυρο κι έκλεινε με μια βουτιά στην πρώτη στροφή του σκοταδιού, εκεί που τα φώτα του δρόμου ανάβανε σαν προσκλητήριο επιστροφής. Ήμασταν παιδιά, και δεν το ξέραμε. Δεν χρειαζόταν.

Περπατούσαμε ξυπόλυτοι στα στεγνά χώματα του χωριού, στα τσιμέντα που έκαιγαν μέχρι να δύσει ο ήλιος, και στα κρύα μωσαϊκά που έσταζαν γλυκιά σιγή το μεσημέρι. Οι γιαγιάδες έπλεκαν σ’ έναν ίσκιο, οι γάτες νυστάζανε με βλέμμα βαριεστημένο και νυσταλέο, κι εμείς… εμείς παίζαμε. Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς κράνη, χωρίς GPS. Παίζαμε σαν να μη μας περίμενε κανένας αύριο.

Στήναμε τέρματα με παντόφλες και πέτρες, φτιάχναμε μπάλες από σακούλες και σελοτέιπ, και ρίχναμε ολόκληρες απογεύματα σε μαλώματα που λύνονταν με μια τυρόπιτα απ’ τον φούρνο του κυρ-Νίκου. Πίναμε νερό από λάστιχα – το λέγαμε “γλυκό” νερό, όχι γιατί ήταν, μα γιατί μας δρόσιζε αλλιώς. Είχαμε χρόνο για να βαρεθούμε, και μέσα σ’ αυτή τη βαρεμάρα ανθούσε η φαντασία: κάστρα με καλάμια, πόλεμοι με κουκουνάρια, ανακαλύψεις σε ρέματα και χαντάκια.

Δεν ήταν ειδυλλιακά. Ήταν απλώς ειλικρινή.

Ο παππούς έλεγε πως «το καλοκαίρι είναι για τους φτωχούς», γιατί δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο πέρα απ’ τον ήλιο, λίγο καρπούζι και καλή παρέα. Ίσως γι’ αυτό και τα καλύτερα καλοκαίρια τα περάσαμε χωρίς λεφτά. Με μόνο κεφάλαιο τη γειτονιά, τους φίλους και τη δυνατότητα να γυρίσεις σπίτι με χώματα στα γόνατα και γδαρμένα χέρια. Και να μη σε ρωτήσει κανείς «πού ήσουν».

Τώρα τα παιδιά είναι αλλιώς. Τα βλέπεις με κράνη, με προγράμματα, με σχολές ρομποτικής και κατασκηνώσεις που μοιάζουν με συνέδρια ενηλίκων. Παίζουν με εφαρμογές, μα δε λερώνονται. Βρίσκουν βίντεο για να μάθουν να σκαρφαλώνουν δέντρα, αλλά σπανίως πληγώνονται στα γόνατα. Δεν έχουν χρόνο να χαζέψουν – ούτε να εφεύρουν απ’ την ανία τους μια νέα λέξη, ένα δικό τους παιχνίδι, έναν τρόπο να περάσουν το απόγευμα κάτω από μια μουριά. Κι είναι κρίμα, γιατί όταν δεν βαριέσαι, δεν χρειάζεται να δημιουργήσεις. Όλα είναι έτοιμα. Παρουσιασμένα σε pixels, φιλτραρισμένα, ακίνδυνα.

Στα δικά μας τα καλοκαίρια, κινδύνευες. Κινδύνευες να ερωτευτείς το κορίτσι του διπλανού χωριού επειδή σου έδωσε πρώτη μια ροδακινί τσίχλα. Να πέσεις απ’ το δέντρο που όλοι σου λέγαν πως δεν ανεβαίνει κανείς. Να πας στο πανηγύρι χωρίς να το πεις σε κανέναν και να γυρίσεις στις τρεις, με γαρίφαλο πίσω απ’ το αυτί και την ανάσα σου γεμάτη ούζο που μύριζες απ’ τα τραπέζια των μεγάλων.

Τα πανηγύρια τότε δεν ήταν ρετρό. Ήταν απαραίτητα. Ολόκληρη η ζωή του χωριού μπορούσε να κρυφτεί σ’ ένα τραπέζι: αρνί στη λαδόκολλα, πιάτα μισογεμάτα, παπούτσια κατασκονισμένα απ’ τον χορό, και γέλια. Όχι τα προγραμματισμένα των stories, μα εκείνα τα γέλια που έρχονται χωρίς φίλτρα – χυμένα και αυθεντικά, σαν κρασί από παλιά κανάτα.

Σήμερα τα παιδιά επιστρέφουν σε αυτά, λέει η τηλεόραση. Ξαναγεμίζουν τα πανηγύρια, τα χωριά φοράνε πάλι τα γιορτινά τους. Ίσως κάτι να νιώσανε κι εκείνα, ότι πίσω από τις οθόνες υπάρχει κάτι που δεν κατεβαίνει σε εφαρμογή. Ένα άγγιγμα, μια μυρωδιά απ’ το χώμα μετά τη δροσιά, το βλέμμα μιας γιαγιάς που σου δίνει κρυφά δεκάρικο για να πάρεις παγωτό. Μια γεύση απ’ τον χρόνο, όπως ήταν: ανοιχτός, άγραφος, ανθρώπινος.

Το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι μια πράξη επιβίωσης: χωρίς δέντρα, χωρίς άνεση, χωρίς σκιές – κι όμως, γεμάτο φως και ζωή. Κάθε χωριό αποτελούσε ένα σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, μα με ήρωες παιδιά που κολυμπούσαν δίχως σωσίβια και γιαγιάδες που κουβαλούσαν νερό απ’ το πηγάδι. Αυτό το «λιτό και απέριττο» ήταν η ελληνική ευτυχία. Μια ευτυχία που δεν χρειαζόταν επεξήγηση.

Κι αν τα δικά μας παιδικά καλοκαίρια, θα τα περνούσαμε σιωπηλά σε κάποιο καφενείο της πλατείας, πίνοντας ρετσίνα με τρεις λέξεις ελληνικά και δύο δάκρυα χαμόγελο. Γιατί να μην αναγνωρίζουμε πως αυτός ο τόπος μας χαρίζει τα πιο μεγάλα πράγματα, όταν δεν ζητάμε τίποτα.

Και τώρα, πενήντα χρονών άνδρας πια, κοιτώ τα παιδιά μου. Τα αγαπώ, τα προστατεύω, τα γεμίζω εμπειρίες, δραστηριότητες, camps, ταξίδια. Μα καμιά φορά, εκεί που τα βλέπω να ακουμπάνε το tablet και να χαμογελάνε σε μια οθόνη, σκέφτομαι: πότε ήταν η τελευταία φορά που χτύπησαν το γόνατο; Πότε γύρισαν στο σπίτι λερωμένα από ζωή;

Ίσως γι’ αυτό, κάθε καλοκαίρι, παίρνω το παλιό ποδήλατο, εκείνο το σκουριασμένο που κρύβεται στην αποθήκη, και κάνω μια γύρα στο χωριό. Σαν να κυνηγώ κάτι που δεν τελείωσε. Κι όταν το βράδυ πέσει, και μυρίσει η γη από το λάστιχο της βρύσης της αυλής, κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι μια παιδική φωνή να φωνάζει τ’ όνομά μου απ’ την άλλη μεριά του δρόμου.

Κι ας μην είναι κανείς πια εκεί. Το καλοκαίρι, άλλοτε, είναι ακόμα εδώ.

Κων/νος Χ.Τζιαμπάσης

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Exit mobile version