Ραγδαίες εξελίξεις σημειώθηκαν στα Ελληνικά Ταχυδρομεία (ΕΛΤΑ), καθώς ο διευθύνων σύμβουλος του οργανισμού, Γρηγόρης Σκλήκας, υπέβαλε την παραίτησή του, μετά τον σάλο που προκάλεσε η απόφαση για το αιφνιδιαστικό κλείσιμο δεκάδων καταστημάτων σε όλη τη χώρα.
Η είδηση της παραίτησης έρχεται λίγες μόλις ώρες μετά την έκτακτη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου, σύμφωνα με πληροφορίες, εκφράστηκαν έντονες αντιδράσεις από «γαλάζιους» βουλευτές και στελέχη της κυβέρνησης για τους χειρισμούς του οργανισμού. Κατά τη χθεσινή ενημέρωση του Σκλήκα προς κοινοβουλευτικά στελέχη, η συζήτηση εξελίχθηκε σε αντιπαράθεση υψηλών τόνων, με αιχμές τόσο κατά της διοίκησης όσο και κατά της κυβερνητικής στάσης στο θέμα.
Ο πρώην πλέον CEO των ΕΛΤΑ, στην επιστολή παραίτησής του, αναφέρει πως οι ποικίλες αντιδράσεις, ακόμα και από μέλη του Κοινοβουλίου, καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή τον αναγκαίο διάλογο για την εφαρμογή του σχεδίου εξυγίανσης.
Η απόφαση για λουκέτο σε σχεδόν τα μισά καταστήματα των ΕΛΤΑ είχε προκαλέσει πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, κυρίως σε μικρές πόλεις και νησιωτικές περιοχές, όπου η παρουσία του οργανισμού θεωρείται ζωτικής σημασίας για τους πολίτες.
Στο Μαξίμου, σύμφωνα με πληροφορίες, τέθηκε η εκτίμηση ότι η μόνη λύση για την εκτόνωση της κρίσης ήταν η «οικειοθελής» αποχώρηση του επικεφαλής των ΕΛΤΑ. Κυβερνητικές πηγές, ωστόσο, υπογράμμισαν στη συνέχεια ότι το Υπερταμείο είναι το μόνο αρμόδιο για την αποδοχή ή μη της παραίτησης, επαναλαμβάνοντας τη θέση περί διοικητικής ανεξαρτησίας του οργανισμού.
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, αναβλήθηκε η προγραμματισμένη συνεδρίαση των κοινοβουλευτικών επιτροπών που επρόκειτο να εξετάσουν το μέλλον των ΕΛΤΑ. Όπως αναφέρουν κοινοβουλευτικές πηγές, η συνεδρίαση θα επαναπρογραμματιστεί μετά τον ορισμό νέου διευθύνοντος συμβούλου.
Στην επιστολή του, ο Σκλήκας υπερασπίζεται την απόφαση για την αναδιάρθρωση του δικτύου των ΕΛΤΑ, επισημαίνοντας ότι το μέτρο αυτό είναι απαραίτητο για τη βιωσιμότητα και τη συνέχιση της λειτουργίας του οργανισμού.
Η επιστολή παραίτησης του Γρηγόρη Σκλήκα
«Από το 2023, αφήνοντας πίσω μια διεθνή καριέρα, αποδέχθηκα την πρόσκληση του Υπερταμείου και ευρύτερα της πατρίδας μας, να θέσω την εμπειρία μου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στην υπηρεσία της εξυγίανσης των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
Τα τελευταία 2,5 χρόνια εργάστηκα με αποφασιστικότητα και στρατηγικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση των σύνθετων προκλήσεων του Οργανισμού, καθώς και της ραγδαίας φθίνουσας πορείας της ταχυδρομικής αγοράς, φαινόμενο που παρατηρείται διεθνώς και εντονότερα στη χώρα μας.
Στο πλαίσιο αυτό, μελέτησα διεθνή παραδείγματα και ήρθα σε επαφή με πρώην κρατικούς ταχυδρομικούς φορείς από την Ευρώπη και άλλες περιοχές, επιλέγοντας στρατηγικές προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς.
Η στρατηγική μας περιλάμβανε την ανασύσταση μιας εγκαταλειμμένης επιχείρησης, με εξοπλισμό τριάντα ετών και ανεπαρκή ψηφιακή υποδομή, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός εξαιρετικά ανταγωνιστικού περιβάλλοντος.
Παρά τις προσπάθειες, το βασικό πρόβλημα παραμένει: η απώλεια άνω του 90% του επιστολικού έργου δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη προσαρμογή των δομών και του κόστους λειτουργίας, με αποτέλεσμα ο Οργανισμός να παραμένει οικονομικά μη βιώσιμος, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε να λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ήδη από το 2013.
Μέρος αυτής της προσπάθειας αποτέλεσε και το σχέδιο απομείωσης υπολειτουργούντων καταστημάτων, το οποίο θεωρώ απαραίτητο για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας και της συνέχισης λειτουργίας του Οργανισμού.
Αν το σχέδιο αυτό δεν εφαρμοστεί, εκτιμώ ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα τεθεί σε κίνδυνο η ρευστότητα και η δυνατότητα καταβολής μισθών στους εργαζομένους.
Ωστόσο, οι πρόσφατες αντιδράσεις από διάφορες πλευρές — και κυρίως από Βουλευτές εκπροσωπώντας τις περιφέρειές τους — με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αναγκαίος διάλογος για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής.
Για τον λόγο αυτό, παρακαλώ να αποδεχθείτε την παραίτησή μου από τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
Η απόφασή μου αυτή δεν αποτελεί απλώς μια τυπική αποχώρηση, αλλά ένα σαφές μήνυμα: μετά από χρόνια διεθνούς σταδιοδρομίας, δεν αντιμετωπίζω τις θέσεις ως αυτοσκοπό, αλλά ως ευκαιρία προσφοράς. Πρόκειται για ζήτημα προσωπικής και επαγγελματικής ταυτότητας.
Εννοείται ότι παραμένω στη διάθεση της διάδοχης κατάστασης, για κάθε υποστήριξη που ενδεχομένως απαιτηθεί. Χαιρετώ με εκτίμηση και ευγνωμοσύνη τους συνεργάτες, συναδέλφους και το ευρύτερο κοινό με το οποίο είχα την τιμή να συνεργαστώ — ήταν το ισχυρότερο καύσιμο σε αυτή την απαιτητική πορεία των τελευταίων 2,5 ετών».
