Η Αννελίς Μαρί Φρανκ γεννήθηκε το 1929 στη Φρανκφούρτη, σε μια οικογένεια ευτυχισμένη και γεμάτη αγάπη. Οι γονείς της, Όττο και Έντιτ, φρόντιζαν την ίδια και την αδελφή της Μάργκο με τρυφερότητα, δίνοντάς τους ένα ασφαλές ξεκίνημα.
της Ιωάννας Ιωαννίδη
Η παιδική της ηλικία είχε το φως των διακοπών στη θάλασσα, τη ζωντάνια του παιχνιδιού και τη συντροφιά πολλών φίλων. Όμως η άνοδος του Χίτλερ και του ναζιστικού κόμματος μετέτρεψε τη Γερμανία σε τόπο επικίνδυνο για όσους, όπως η οικογένεια Φρανκ, ήταν Εβραίοι. Η πολιτική του ολοκληρωτισμού σκόπευε να εξαφανίσει όχι μόνο την ελευθερία αλλά και ολόκληρους λαούς· θανατώθηκαν τελικά πάνω από έντεκα εκατομμύρια άνθρωποι στο πλαίσιο αυτού που η ιστορία ονόμασε Ολοκαύτωμα.
Η οικογένεια κατέφυγε στην Ολλανδία, όπου για λίγο νόμισαν ότι θα ήταν ασφαλείς. Ο Όττο άνοιξε επιχείρηση και βρήκαν μια νέα ζωή. Όμως, όταν οι Ναζί εισέβαλαν και εκεί, η απειλή έγινε ξανά πραγματικότητα. Οι φήμες για στρατόπεδα συγκέντρωσης άρχισαν να πληθαίνουν και οι Φρανκ αποφάσισαν να κρυφτούν. Έτσι γεννήθηκε η ιστορία του «Παραρτήματος» – της μυστικής σοφίτας πίσω από μια βιβλιοθήκη στο γραφείο του Όττο. Εκεί, η Άννα, μόλις δεκατριών ετών, άφησε πίσω της τους φίλους, τη γάτα της και τη ζωή που γνώριζε.
Σε αυτή τη σιωπηλή φυλακή βρήκε διέξοδο το ημερολόγιό της. Ξεκινώντας πάντα με το «Αγαπημένη μου Κίτι», η Άννα κατέγραφε τον φόβο, την ανία, τις έριδες με την οικογένειά της, αλλά και τα όνειρά της: να ταξιδέψει, να σπουδάσει, να γίνει δημοσιογράφος. Έγραφε για τον έρωτά της με τον Πέτερ, για τη λαχτάρα να δει τον έξω κόσμο, να παίξει, να τρέξει. Και μέσα σε όλα αυτά, κρατούσε σφιχτά την ελπίδα ότι η ελευθερία θα ξαναγυρίσει.
Μετά από δύο χρόνια κρυφής ζωής, η Γκεστάπο ανακάλυψε την κρυψώνα. Η Άννα μεταφέρθηκε πρώτα στο Άουσβιτς και έπειτα στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, όπου, εξαντλημένη από τον τύφο, πέθανε σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Ο πατέρας της ήταν ο μόνος που επέζησε και, χάρη στη Μιπ Γκις που φύλαξε το ημερολόγιο, η φωνή της Άννας δεν σίγησε.
Το 1947 εκδόθηκε για πρώτη φορά το «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» και από τότε μεταφράστηκε σε περισσότερες από εξήντα γλώσσες, συγκινώντας εκατομμύρια ανθρώπους. Σήμερα, στο Άμστερνταμ, το σπίτι όπου έζησε κρυμμένη λειτουργεί ως μουσείο. Ο επισκέπτης περπατά στα ίδια στενά σκαλοπάτια, στέκεται στο ίδιο μικρό δωμάτιο και αντικρίζει το πρωτότυπο ημερολόγιο. Η ατμόσφαιρα γεμίζει με την παρουσία της έφηβης που, μέσα από το γράψιμο, νίκησε το σκοτάδι της εποχής της.
Η Άννα Φρανκ, αν και δεν έζησε να δει τον κόσμο ελεύθερο, κατάφερε με το πνεύμα και τις λέξεις της να τον αγγίξει βαθιά. Για τις γυναίκες του σήμερα, το παράδειγμά της είναι πολύτιμο: μας διδάσκει πως ακόμη και στην πιο δύσκολη συγκυρία, η εσωτερική φωνή μπορεί να γίνει δύναμη αντίστασης. Η Άννα μάς δείχνει ότι η καταγραφή των σκέψεων και των συναισθημάτων, η δύναμη του λόγου και της ελπίδας, είναι εργαλεία απελευθερωτικά. Από εκείνη, οι γυναίκες μαθαίνουν ότι η αντοχή, η αξιοπρέπεια και η πίστη στα όνειρα μπορούν να μεταμορφώσουν την πιο σκληρή πραγματικότητα σε φάρο έμπνευσης για τις γενιές που ακολουθούν.
