home design 800x400

Ο θάνατος ενός λαϊκού τραγουδιστή και η υποκουλτούρα της αφ’ υψηλού κατηγοριοποίησης − μια πολιτισμική προσέγγιση

Άρθρο της Ιωάννας Μάμαλη Παναγιώτου

Ο νεκρός, λένε, δεδικαίωται. Πρόκειται για μία ρήση που, αν και πέρασε αλλοιωμένη στο λεξιλόγιό μας, ίσως να εξυπηρετεί μια επιβεβλημένη χαλιναγώγηση στην άνευ ορίων κριτική που δέχεται ενίοτε ένας νεκρός – ιδίως στην εποχή μας, όπου κάθε επιδερμική προσέγγιση γίνεται μέσω πληκτρολογίου με ιώβειο υπομονή στην αβάσταχτη ελαφρότητα. Η αναφερθείσα πρόταση, παραποίηση του χωρίου »ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας« γράφτηκε από τον Απόστολο Παύλο σε επιστολή του προς του Ρωμαίους (6,7) και, απλούστατα, εννοεί ότι αποθανών δεν μπορεί να πράξει κάποια (άλλη) αμαρτία.

Λανθασμένα ερμηνεύεται ότι ο νεκρός βρίσκεται στο απυρόβλητο και εξαιρείται κριτικής. Η παρερμηνεία, όμως, έρχεται να τιθασεύσει μια μόδα, όπου μετά την είδηση του θανάτου κάποιου ανθρώπου, αποκτάμε φωνή ασκώντας κριτική στα μοντέρνα – και όχι κοινωνικά – μέσα, χρίζοντας τον εαυτό μας υπέρ άνω όλων, μη έχοντας μάλιστα επίγνωση του τι είναι ιερό και όσιο, διότι απλούστατα ο εκάστοτε κριτής ορίζει και καθορίζει το τι είναι πρέπον και ανώτερο.

Κι εδώ έγκειται η ουσία του θέματος. Στη γερμανική γλώσσα η τάση αυτή λέγεται Deutungshoheit, στα αγγλικά θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το interpretation ex cathedra, μια καρδινάλια ερμηνεία αφ’ υψηλού εκείνου που δικαιούται, ως δήθεν κοινωνός ενός «ανώτερου» πολιτισμού, να χαρακτηρίσει, στην περίπτωση του προσφάτου θανάτου του Βασίλη Καρρά, ως «σκυλά» έναν άνθρωπο λίγα μόλις λεπτά εφόσον ξεψύχησε. Είναι εκείνος που θαρρεί πως έχει το δικαίωμα να επιβάλλει στους άλλους ποιον και πώς θα τον θρηνεί – πάντα με το επιχείρημα πως ο ίδιος ανήκει σε έναν κόσμο ποιοτικά ανώτερο.  

Σαφώς και ο τραγουδιστής, Βασίλης Καρράς, ξεκίνησε και απογείωσε την καριέρα του στα μπουζουκτζίδικα, γνωστά ως σκυλάδικα, μέρη διακίνησης ευτελών ποτών και ενίοτε ευτελισμού της γυναίκας φύσης σε ρόλο δευτεροκλασάτης τραγουδιάρας ή λουλουδούς των τρεις κι εξήντα. Στο «ναό της καψούρας» γινόταν μεταξύ άλλων επίδειξη του ανδρικού νταλγκά, αυτουνού που μπορεί καμιά φορά να «θολώσει» το μυαλό και να φτάσει στα άκρα – δήθεν από έρωτα κι όχι από φαλλοκρατισμό.

Το εν λόγω φαινόμενο έφτασε όντως στο απόγειο στις εποχές των παχιών αγελάδων με την επίπλαστη ανεμελιά που πέρασε ανεπιστρεπτί. Από πολιτισμικής και οικονομικής απόψεως, ολέθριες πρακτικές που βοήθησαν στο να φτάσουν τα πράγματα στο σημερινό αδιέξοδο. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς, νιχιλιστικά σκεπτόμενος, να τα ακυρώσει εξ’ ολοκλήρου. Διότι εκεί, στα μέρη συνάντησης και κοινωνικής συνεύρεσης (κατά κάποιον τρόπο social places) πραγματοποιείται και κάτι άλλο, το οποίο εμείς που δεν το ζούμε, δεν μπορούμε συλλήβδην να το απαξιώνουμε.

Εδώ θα δανειστώ ένα παράδειγμα από την Κοινωνική Ανθρωπολογία. Ο σημαντικότατος Ανθρωπολόγος Franz Boas είχε μια πολύ κριτική στάση ακόμα και στη μουσειακή έκθεση αντικειμένων από τελετουργίες ιθαγενών, διότι απομονωνόταν και τοποθετούνταν εκτός γενικού πλαισίου (context) χάνοντας την αξία τους, εφόσον αποτελούν συνδετικό κρίκο μιας ομάδας που το χρησιμοποιεί ούσα σε έκσταση. Ομοίως οι κριτές του αποθανόντος, απομόνωσαν σκηνές από την καλλιτεχνική του δράση κι εξάγουν το συμπέρασμα ότι αυτός, και μόνο αυτός, ήταν ο λαϊκός τραγουδιστής κι όσοι θρηνούν είναι και εκείνοι ομοίως «σκυλάδες».

Ξεχνούν, όμως, πως εμείς οι άνθρωποι δίνουμε την ηθική διάσταση και αξία στα πράγματα.

Ξεχνούν ότι η Ελλάδα δεν είναι χώρα με βαριά βιομηχανία κι ανεξάντλητες ευκαιρίες απασχόλησης, άρα αναγκαστικά χρειάζεται επαγγελματίες, οι οποίοι με τη δράση τους ενισχύουν οικονομικά άλλους τόσους, δυνητικά ανέργους.

Ξεχνούν την αξία της λαϊκής απλότητας αυτή είναι που έχει λείψει π.χ. στην άρθρωση πολιτική λόγου που εν μέρει οδήγησε στην απαξίωση της πολιτικής.

Ξεχνούν ότι ο σπουδαίος συγγραφέας Gabriel García Márquez (βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, 1982) ύμνησε με την πένα του τη συμπατριώτισσά του Shakira, η οποία για τους αυτεπάγγελτους μόνο «έντεχνη» δεν είναι. Για την εν λόγω αοιδό χτίστηκε μάλιστα μεγαλεπήβολο άγαλμα την Κολομβία, που μόνο οι χώρες του υπαρκτού Σοσιαλισμού διέθεταν επί σταλινισμού. 

Ξεχνούν ότι ο πολιτισμός δεν μετριέται με σαφείς δείκτες όπως π.χ. η νοημοσύνη, αν και θα έπρεπε ίσως να μας απασχολεί πλέον η πολιτισμική νοημοσύνη (Cultural Intelligence, CQ) ενός λαού, η οποία δεν μας επιτρέπει να λοιδορούμε έναν άνθρωπο που αληθινά αγάπησε ένα μεγάλο κομμάτι του απλού λαού, τη γλώσσα του οποίου ο καλλιτέχνης μιλούσε άπταιστα ούτε να υποδείξουμε σε κανέναν το τι επιτρέπεται να τον ικανοποιεί.

Ειδικά όσοι αυτοχαρακτηρίζονται ως υπέρμαχοι της λαοκρατίας, ίσως θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους ότι η ψυχή του λαού έχει δικαίωμα και στην ψυχαγωγία (ψυχή/άγω) και στη διασκέδαση (εκ του σκεδάννυμι)· διότι και τα δύο είναι ανθρώπινα. Όπως και η ανάγκη να υποκλίνονται κάποιοι μπρος στο θαύμα που λέγεται ζωή και το μυστήριο που λέγεται θάνατος.   

Ιωάννα Μάμαλη Παναγιώτου,

Διδάκτωρ Πολιτισμικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου

Κοινωνικός επιστήμονας και λειτουργός.

Σχόλια

Exit mobile version