Η Έμελιν Γκούλντεν, γνωστή αργότερα ως Έμελιν Πάνκχερστ, γεννήθηκε το 1858 στο Μάντσεστερ, σε μια οικογένεια όπου η πολιτική ήταν τρόπος ζωής.
Γράφει η Ιωάννα Ιωαννίδη
Οι γονείς της τάσσονταν ανοιχτά ενάντια στη δουλεία και στήριζαν το νεοεμφανιζόμενο κίνημα των σουφραζετών. Παρά την πίστη τους στην ισότητα, έβλεπαν την εκπαίδευση των αγοριών πιο σημαντική από εκείνη των κοριτσιών. Ωστόσο, η Έμελιν, χάρη στις σπουδές της στο Παρίσι, απέκτησε γνώσεις πέρα από τα παραδοσιακά στερεότυπα, μελετώντας χημεία και λογιστικά αντί για απλό κέντημα.
Από μικρή είχε εκτεθεί σε ιδέες προοδευτικές. Στα δεκατέσσερά της παρακολούθησε για πρώτη φορά συνάντηση σουφραζετών, εμπειρία που άναψε μέσα της σπίθα. Η αγάπη της για τα βιβλία και η πνευματική της καλλιέργεια τροφοδοτούσαν συνεχώς την πεποίθησή της πως οι γυναίκες μπορούσαν να κατακτήσουν ίση θέση με τους άντρες.

Στην ενήλικη ζωή της γνώρισε τον δικηγόρο Ρίτσαρντ Πάνκχερστ, ο οποίος πίστευε κι εκείνος ακράδαντα στα δικαιώματα των γυναικών. Ο ίδιος συνέταξε νόμους που επέτρεψαν στις παντρεμένες γυναίκες να διατηρούν την περιουσία τους, πρωτοποριακή εξέλιξη για την εποχή. Ο γάμος τους έφερε πέντε παιδιά, αλλά η Έμελιν δεν περιορίστηκε στον ρόλο της μητέρας. Ίδρυσε την Women’s Franchise League, που διεκδικούσε την ψήφο για τις παντρεμένες γυναίκες στις τοπικές εκλογές.
Όταν ο Ρίτσαρντ πέθανε ξαφνικά, η Έμελιν βυθίστηκε στο πένθος, όμως η θλίψη μετατράπηκε σε πείσμα. Το 1903 ίδρυσε την Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών. Με ομιλίες που συγκέντρωναν τεράστια πλήθη, αφύπνιζε συνειδήσεις σε ολόκληρη τη Βρετανία. Σύντομα, εκείνη και οι συναγωνίστριές της – μεταξύ τους οι κόρες της Κρίσταμπελ και Σίλβια– κατανόησαν ότι τα λόγια δεν έφταναν. Υιοθέτησαν το σύνθημα «Πράξεις, όχι λόγια» και στράφηκαν σε δυναμικές ενέργειες: έσπαγαν παράθυρα, έβαζαν φωτιές, οργανώνονταν σαν στρατιώτες σε αόρατο πόλεμο για δικαιοσύνη.
Το τίμημα ήταν βαρύ. Η Έμελιν συνελήφθη πολλές φορές και γνώρισε τη σκληρότητα της φυλακής. Στις απεργίες πείνας που οργάνωναν οι σουφραζέτες, οι δεσμοφύλακες τις τάιζαν βίαια, μια ταπεινωτική και οδυνηρή εμπειρία. Το 1913, η κυβέρνηση ψήφισε τον νόμο «Γάτα και Ποντίκι», απελευθερώνοντας προσωρινά τις εξαντλημένες κρατούμενες μόνο και μόνο για να τις συλλάβει ξανά. Ακόμη κι έτσι, η Έμελιν δεν λύγισε.

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι σουφραζέτες σταμάτησαν τις επιθέσεις τους και αφιέρωσαν τις δυνάμεις τους στον εθνικό αγώνα. Οι γυναίκες εργάστηκαν σκληρά, αντικαθιστώντας τους άντρες που πολεμούσαν, αλλά και ως νοσοκόμες στα μέτωπα. Το έργο τους αναγνωρίστηκε μετά τη λήξη του πολέμου: το 1918 δόθηκε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των τριάντα ετών, και το 1928 καθιερώθηκε τελικά ισότητα στην ψήφο για όλες από τα 21 έτη και πάνω. Η Έμελιν δεν πρόλαβε να το δει· πέθανε λίγες εβδομάδες πριν.
Παρά τις επικρίσεις που δέχτηκε για τις μεθόδους της, ακόμη και οι ιστορικοί που αμφισβήτησαν την τακτική της αναγνωρίζουν ότι χωρίς εκείνη, η γυναικεία ψήφος δεν θα είχε έρθει τόσο γρήγορα. Η Έμελιν Πάνκχερστ συγκλόνισε την κοινωνία και άφησε πίσω της έναν κόσμο όπου οι γυναίκες μπορούσαν να ακούγονται ισότιμα.
Οι γυναίκες του σήμερα βλέπουν στην Έμελιν Πάνκχερστ το πρότυπο μιας φωνής που αρνήθηκε να σιγήσει. Μαθαίνουν πως η πρόοδος απαιτεί θυσίες, θάρρος και επιμονή. Η ιστορία της διδάσκει ότι η δικαιοσύνη δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται με κόπο. Από εκείνη αντλούν έμπνευση για να διεκδικούν όσα τους ανήκουν, να μην αποδέχονται περιορισμούς και να συνεχίζουν να χτίζουν έναν κόσμο όπου κάθε γυναίκα μπορεί να ονειρεύεται και να επιτυγχάνει ισότιμα.








