Ταξίδι στη Λισαβόνα χωρίς κινητό με τον Πέσοα ως οδηγό

museu do azulejo lisboa

Στο αεροδρόμιο της Αθήνας, λίγο πριν την πύλη αναχώρησης, χύνω άθελά μου τον καφέ πάνω στο κινητό. Η οθόνη τρεμοπαίζει, το GPS παγώνει, το wi-fi εξαφανίζεται. Δεν σπάει. Απλώς… σωπαίνει. Δεν το συνειδητοποιώ ακόμα, αλλά μόλις έχει αρχίσει το πιο αναλογικό ταξίδι της ζωής μου όπως παλιά.

του Κωνσταντίνου Τζιαμπάση*

Κάπου ανάμεσα στο πανικό και τη σιωπή, ανοίγω το σακίδιο και ανακαλύπτω έναν παλιό τουριστικό οδηγό που είχα πάρει μαζί μου από περιέργεια: “Lisbon – What the Tourist Should See” του Fernando Pessoa. Δεν το ήξερα ακόμη, αλλά μόλις είχα βρει έναν ξεναγό πολύ πιο σημαντικό από κάθε ψηφιακή εφαρμογή. Καθώς κοιτάζω έξω προς το αεροπλάνο, πιάνω τον εαυτό μου να ανακουφίζεται. Ίσως το ταξίδι που χρειαζόμουν δεν ήταν αυτό που σχεδίασα, αλλά εκείνο που δεν μπορώ να ελέγξω. Για λίγο τρόμαξα. Μετά ανακουφίστηκα. Ήταν σαν να μου αφαιρέθηκε κάτι που δεν ήξερα πως με βαραίνει. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι – όχι με πρόγραμμα, αλλά με βλέμμα.

Λισαβώνα

Πρωινό φως και σιωπή

Ξημέρωμα στην Αλφάμα. Η πόλη ανασαίνει αθόρυβα, όπως μια γριά που ξέρει πως δεν χρειάζεται να μιλήσει για να σε καθησυχάσει. Οι πρώτες φωνές έρχονται από τα στενά – ένα «bom dia» από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Δεν υπάρχει ειδοποίηση, ούτε χάρτης. Μόνο το φως που κυλά στις στέγες και τα πλακάκια. Ο Πεσόα γράφει: «Πάνω από επτά λόφους, που είναι τόσοι και σημεία παρατήρησης απ’ όπου μπορεί κανείς να απολαύσει τα πιο μεγαλοπρεπή πανόραματα, απλώνεται η απέραντη, ανομοιογενής και πολύχρωμη μάζα των σπιτιών που αποτελούν τη Λισαβόνα.»

Στους τοίχους, παλιά κεραμικά πλακάκια – τα περίφημα azulejos – φυλάνε σκηνές μιας καθημερινότητας που έχει εκπαιδευτεί στη διάρκεια. Δεν τα τραβάω. Τα πλησιάζω. Τα αγγίζω. Κάπου εδώ αρχίζει το ταξίδι.

Λισαβώνα

Στον λόφο, με θέα τη μνήμη

Το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου δεν επιβάλλεται. Παρατηρεί. Από ψηλά, η πόλη μοιάζει με υπόσχεση – όχι προς εσένα, αλλά προς τον εαυτό της. Η ιστορία του φτάνει ως τους Ρωμαίους και τους Μαυριτανούς, κι όμως τίποτα δεν κραυγάζει. Οι στέγες από κεραμίδι θυμίζουν μνήμες. Ο Πεσόα αναφέρει: «Για τον ταξιδιώτη που φτάνει από τη θάλασσα, η Λισαβόνα, ακόμη κι από μακριά, αναδύεται σαν ένα όμορφο όραμα σε όνειρο, καθαρή στον γαλανό ουρανό που ο ήλιος χρυσίζει… Και οι τρούλοι, τα μνημεία, τα παλιά κάστρα υψώνονται πάνω από τον όγκο των σπιτιών, σαν απομακρυσμένοι προπομποί αυτής της ευλογημένης κατοικίας.» Τώρα το βλέμμα ακουμπά στον Τάγο – ήσυχο και πυκνό σαν σκέψη. Δεν μας νοιάζει πού βρίσκομαστε. Αλλά μόνο ότι βρίσκομαστε.

Στην Sé, μπροστά στην πέτρα που θυμάται

Κατεβαίνοντας στη Sé de Lisboa, στέκομαι μπροστά στην πύλη του Καθεδρικού. Ρομανικός, γοτθικός, βαρύς. Χτίστηκε τον 12ο αιώνα, και έκτοτε κουβαλάει σεισμούς, προσθήκες, και αναστεναγμούς. Μπαίνω μέσα χωρίς λέξεις. Το φως από τα βιτρό χρωματίζει τη σκόνη. Οι τοίχοι μιλούν πιο καθαρά από κάθε λεζάντα. Δεν καταγράφω τίποτα. Το αόρατο εδώ αξίζει περισσότερο.

Λισαβώνα

Museu do Azulejo – κεραμική αφήγηση

Το Μουσείο των Αζουλέζος στεγάζεται σε ένα μοναστήρι. Πλακάκια του 15ου και 18ου αιώνα, μικρές σκηνές ναυτικών, πορτογαλικών πόλεων, αναχωρήσεων και ελπίδων. Στέκομαι μπροστά στο μεγάλο πάνελ της Λισαβόνας όπως ήταν πριν από τον σεισμό του 1755. Η πόλη ζωγραφισμένη, ακριβής και ήρεμη. Είναι από τις λίγες φορές που νιώθεις πως η τέχνη δεν αναπαριστά. Θυμάται.

Τραμ 28 – διαδρομή χωρίς χάρτη

Το ξύλινο τραμ 28 τρίζει στις ανηφόρες. Κάθε στάση είναι και μια εκκίνηση. Περνώ από τη Γκρασά, την Εστερέλα, το Σάο Βισέντε. Κανείς δεν βιάζεται. Ούτε εγώ. Μέσα, οι επιβάτες κρατούν σακούλες, βιβλία, βλέμματα. Όχι οθόνες. Το τραμ διηγείται την πόλη αργά, σαν παππούς. Κι εγώ, ακούω.

Λισαβώνα

Το Μπελέμ: φυλακή, προσευχή, αναχώρηση

Στις όχθες του Τάγου, ο Πύργος του Μπελέμ – χτισμένος το 1515 – μοιάζει με καράβι από πέτρα. Φρουρός και σύμβολο, σκαλισμένος στον λευκό ασβεστόλιθο του ποταμού. Εδώ ξεκινούσαν τα καράβια των εξερευνήσεων. Λίγο πιο πέρα, το Μοναστήρι των Ιερωνυμιτών. Το μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό ποίημα της Λισαβόνας. Μανουελινό – η πέτρα σμιλεμένη σαν κύμα, σαν προσευχή, σαν τιμονιέρα. Εδώ βρίσκονται οι τάφοι του Βάσκο ντα Γκάμα και του Καμόες. Ο ποιητής και ο ναυτικός. Το όραμα και το ρίσκο.

Padrão dos Descobrimentos – στο άκρο του γνωστού

Το Μνημείο των Ανακαλύψεων δεν είναι μεγαλόστομο. Στέκει σαν πέτρινος στοχασμός. Οι φιγούρες κοιτάζουν τη θάλασσα, κι εγώ μαζί τους. Ενρίκε ο Θαλασσοπόρος μπροστά, πίσω του οι υπόλοιποι – ποιητές, χάρτες, αστρολάβοι. Ο ψηφιδωτός ανεμοδείκτης στο έδαφος δείχνει τις πορείες των καραβιών. Περπατώ πάνω τους. Ίχνη αναχωρήσεων – και καμία εγγύηση επιστροφής.

MAAT – τέχνη που δεν κρατιέται

Λίγο παρακάτω, το MAAT: μουσείο ή κυματοειδής προέκταση του Τάγου. Αρχιτεκτονική που σε περιβάλλει. Δεν σε επιβάλλει. Μέσα, εκθέσεις σύγχρονες. Εγκαταστάσεις, βίντεο, ήχος. Θέματα τεχνολογίας, περιβάλλοντος, φόβου και ελπίδας. Δεν καταλαβαίνω τα πάντα. Αλλά νιώθω κάτι. Κι αυτό, αρκεί.

Calouste Gulbenkian – ησυχία και πληρότητα

Στο πάρκο του Γκιουλμπενκιάν, όλα είναι μετρημένα. Το Ίδρυμα Gulbenkian, με τις συλλογές του, μοιάζει περισσότερο με βιβλιοθήκη για το μάτι. Αίγυπτος, Ανατολή, Ρουμπένς, Ρέμπραντ, Λαλίκ, Πουσέν. Αίθουσες ήσυχες, χωρίς κραυγές. Η τέχνη εδώ δεν φωνάζει. Σου απευθύνεται.

Museu do Mar – η θάλασσα ως καθρέφτης

Στο Κασκαΐς, το Μουσείο της Θάλασσας στεγάζεται σε ένα παλιό παλάτι. Όχι μεγάλο. Αλλά γεμάτο ψιθύρους. Εκεί ζει η μνήμη των ψαράδων, των πλοίων, των βυθών. Παλιές στολές, καΐκια σε μικρογραφία, προσευχές, καημοί. Στο τέλος, ακούγεται μόνο ο ήχος του νερού. Ίσως η πιο ειλικρινής λέξη της πόλης.

Λισαβώνα

Museu do Fado – φωνές της σιωπής

Πίσω στην Αλφάμα, το Μουσείο του Fado αποκαλύπτει το παράπονο που έγινε τραγούδι. Αφίσες, φωτογραφίες, μαγνητοταινίες, στίχοι. Εδώ οι γυναίκες τραγουδούν σαν να εξομολογούνται. Και οι κιθάρες απαντούν χωρίς να λυγίζουν. Καθισμένος μπροστά σε μια παλιά ηχογράφηση, σκέφτομαι πως το Fado δεν είναι είδος. Είναι στάση απέναντι στο αναπόφευκτο.

Λισαβώνα

Πέσοα – ο τουρίστας του εαυτού του

Όπου κι αν βρεθείς στη Λισαβόνα, ο Πέσοα είναι παρών. Στον σταθμό των τρένων, στο καφέ Brasileira, στο μπαλκόνι της Rua dos Douradores. Κρατώ το Livro do Desassossego και του επιτρέπω να με καθοδηγεί. Όχι από σημείο σε σημείο, αλλά από αίσθηση σε σκέψη. Ο Πέσοα δεν μου δείχνει πού να πάω. Μου δείχνει πώς να μένω. Πώς να περπατώ αργά. Πώς να βλέπω σαν να διαβάζω.

Μια μονοήμερη στη Σίντρα

Το Παλάτι της Πένα μοιάζει σαν κάποιος να το ζωγράφισε σε ώρα ονείρου. Χρώματα παραμυθένια, πύργοι, καμάρες, ομίχλη και έλατα. Κατεβαίνοντας, η Quinta da Regaleira ανοίγει στο χώμα της ένα πηγάδι-λαβύρινθο, σαν να σου ζητά να αφήσεις τις βεβαιότητές σου. Η Σίντρα σε βγάζει από τον χρόνο. Όπως η Λισαβόνα χωρίς κινητό. Ένας τόπος που δεν καταγράφεται. Μόνο αφήνεται να τον κουβαλάς, αργά, ήσυχα, σαν ανάμνηση που αρνείται να σε αφήσει.

Έφυγα από τη Λισαβόνα χωρίς φωτογραφίες. Χωρίς χάρτες. Χωρίς “αναρτήσεις”. Έχω μαζί μου μόνο στιγμές – όχι μόνιμες, αλλά βαθιές. Μια πόλη που δεν απαθανατίστηκε. Μια πόλη που με κοίταξε πίσω. Δεν ήρθε μαζί μου στο cloud. Ήρθε μαζί μου στον τρόπο που περπατώ. Όπου δεν καταγράφω. Μόνο βλέπω. Όπου δεν πατάω “share”. Μόνο στέκομαι.

Στο τέλος ο Πεσόα κάνει λόγο και για την εσωτερική ελευθερία: «Η ελευθερία είναι ως η δυνατότητα της απομόνωσης… Αν δεν μπορείς να ζήσεις μόνος, γεννήθηκες σκλάβος». Η Λισαβόνα χωρίς κινητό δεν είναι ταξίδι. Είναι ένας τρόπος να θυμάσαι τον εαυτό σου. Όχι όπως σε βλέπουν οι άλλοι. Αλλά όπως είσαι όταν απλώς, και ήσυχα, κοιτάζεις.

*Ο Κων/νος Χ.Τζιαμπάσης είναι αρχαιολόγος

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

newsletter banner anagnostis