Ερωτικό τρίγωνο στην Πελοπόννησο: Μια ερωτική ιστορία στο Ναύπλιο

Ιστορίες αγάπης. Η Άννα δεν ήξερε ποιος από τους τρεις ήταν ο πατέρας. Ένα δώρο από όλους και από κανέναν
Βουκαμβίλιες στο Ναύπλιο

Το παλιό εκδρομικό λεωφορείο σταμάτησε στους γύρω δρόμους, κοντά στην πλατεία Συντάγματος στο Ναύπλιο. Η Άννα κατέβηκε πρώτη, φορώντας ένα λινό λευκό φόρεμα που ανέμιζε με το θαλασσινό αεράκι. Το καλοκαίρι μόλις είχε αρχίσει, κι όμως η πόλη ήδη ανέδιδε μια μεθυστική μελαγχολία. Οι βουκαμβίλιες έπεφταν σαν σταγόνες κρασιού από τα μπαλκόνια των παλιών αρχοντικών. Ήρθε για να ξεφύγει. Από τον άντρα της, από την Αθήνα, από το βάρος μιας ζωής που δεν ήταν πια δική της.

Είχε κλείσει ένα μικρό δωμάτιο σε μια παλιά πανσιόν που έβλεπε σ’ ένα στενό σοκάκι, απ’ αυτά της παλιάς πόλης. Το δωμάτιο είχε λιτά ξύλινα έπιπλα, ένα σιδερένιο κρεβάτι κι ένα παράθυρο που άνοιγε σε ένα μπαλκόνι πνιγμένο στις βουκαμβίλιες. Ένα ιδανικό καταφύγιο για να κρυφτεί από τον κόσμο — και, ίσως, να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό της.

Ο Μάρκος: Ένας άγνωστος με βλέμμα ποιητή

Κατεβαίνοντας προς την Αρβανιτιά ένα απόγευμα, η Άννα τον είδε. Ήταν καθισμένος σ’ ένα πέτρινο παγκάκι, κάτω από τον ίσκιο του Παλαμηδίου. Ψηλός, μελαχρινός, με ένα ελαφρύ γένι και βλέμμα που παρέπεμπε σε καλλιτέχνη ή ποιητή. Ο ήχος της κιθάρας του ακουγόταν σαν προέκταση της ανάσας του. Ήταν ο Μάρκος — βοηθός μάγειρα σε ταβέρνα, μα ζωγράφος στη ψυχή του.

Η Άννα βρέθηκε δίπλα του, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει. Μίλησαν σαν να μιλούν χρόνια. Εκείνη ένιωθε να ξεφλουδίζει, να ξαναγίνεται αληθινή.

Κι έπειτα, ήρθε ο Νίκος. Ο παλιός της έρωτας, ο άντρας που είχε αγαπήσει απελπισμένα στα φοιτητικά της χρόνια. Εκείνος που χάθηκε ξαφνικά, άφησε πίσω του μια υπόσχεση κι ένα σώμα που δεν ξεπέρασε ποτέ. Τώρα στεκόταν μπροστά της, ιδιοκτήτης ενός μπαρ στην παλιά πόλη, με βλέμμα γεμάτο φωτιά και απορία. Ο χρόνος δεν τον είχε αγγίξει — ή ίσως απλώς τον είχε μετατρέψει σε κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο.

Ερωτικό τρίγωνο στο Ναύπλιο: Όταν οι παλιές αγάπες συγκρούονται

Η Άννα παραδόθηκε. Πρώτα στον Μάρκο. Η επαφή τους ήταν αργή, σχεδόν τελετουργική. Τα βράδια τους στο δωμάτιο ήταν σκηνοθετημένα από τα κύματα, το φως των κεριών, τις σκιές που έπαιζαν στους τοίχους. Το σώμα της αντιδρούσε σαν να ήξερε πού ανήκει, αλλά η ψυχή της ακόμα αναζητούσε κάτι που φοβόταν να ονομάσει.

Κι έπειτα, ξανά στον Νίκο. Εκείνος ήξερε πώς να της μιλήσει, πώς να την πληγώσει γλυκά. Στην παραλία της Αρβανιτιάς, της θύμισε ποια ήταν. Εκείνη τον φίλησε, όχι για να τον δοκιμάσει, αλλά γιατί η καρδιά της δεν ήξερε πια σε ποιον ανήκει.

Η σύγκρουση κάτω από τις βουκαμβίλιες

Το μυστικό δεν άργησε να αποκαλυφθεί. Ένα μεσημέρι, γύρισε στην πανσιόν και τους βρήκε και τους δύο εκεί. Σιωπηλούς. Σαν δυο αντίπαλοι πριν τη μονομαχία.

«Πρέπει να διαλέξεις», της είπαν. Μα πώς να διαλέξει κανείς ανάμεσα σε δυο καθρέφτες που δείχνουν τον ίδιο, γυμνό εαυτό;

Δεν είπε τίποτα. Κατέβηκε την πλαγιά, περπάτησε μέχρι τα βράχια. Έμεινε εκεί μέχρι που έπεσε η νύχτα. Το Ναύπλιο την αγκάλιαζε σιωπηλά.

Την επόμενη μέρα, έφυγε. Στο γραφείο της πανσιόν άφησε το κλειδί και ένα σημείωμα:

«Δεν ήρθα να διαλέξω. Ήρθα να θυμηθώ. Και τώρα πρέπει να ξεχάσω.»

Κανείς δεν την ξαναείδε.

Καλοκαίρι στη Μονεμβασιά

Ένα χρόνο μετά, η πόρτα του μπαρ του Νίκου άνοιξε με τον ήχο ενός γραμματοκιβωτίου που είχε καιρό να γεμίσει με κάτι πέρα από λογαριασμούς. Ήταν ένας φάκελος χωρίς αποστολέα. Μέσα, μια φωτογραφία. Η Άννα. Καθισμένη σε ένα καφέ στη Μονεμβασιά, με θέα το πέλαγος, ένα ποτήρι κρασί και ένα χαμόγελο που έμοιαζε γαλήνιο. Πίσω της, αχνά, φαινόταν μια αντρική φιγούρα. Ούτε ο Μάρκος ούτε ο Νίκος. Ένας άγνωστος.

Ο Νίκος έμεινε ώρα να κοιτάζει τη φωτογραφία. Τη γύρισε από την πίσω πλευρά. Μια μικρή φράση γραμμένη με μολύβι:

“Μερικά καλοκαίρια δεν είναι για να διαλέγεις, αλλά για να ξαναγεννιέσαι.”

Ο Μάρκος είχε φύγει από το Ναύπλιο. Κάποιοι λένε ότι πήγε στα Ζαγοροχώρια, άλλοι ότι ταξίδεψε στη Νότια Ιταλία. Κανείς δεν ήξερε με σιγουριά. Ο Νίκος, όμως, δεν μπορούσε να αφήσει το παρελθόν να ξεθωριάσει. Κράτησε τη φωτογραφία, έκλεισε για λίγο το μπαρ και ταξίδεψε προς τη Λακωνία.

Η Μονεμβασιά τον δέχτηκε με τη σιωπή της πέτρας και τη φλόγα του ήλιου. Περπάτησε στα καλντερίμια, μίλησε με ντόπιους, έδειξε τη φωτογραφία, άφησε σημειώματα στα καφέ και στα βιβλιοπωλεία. Κάπου, κάποιος θα την είχε δει.

Ένα απόγευμα, στο φως του ηλιοβασιλέματος, μια γυναίκα πλησίασε τον Νίκο. “Εκείνο το κορίτσι στη φωτογραφία,” του είπε, “ήρθε για λίγο καιρό. Δούλεψε στο ξενώνα του Γιάννη. Έγραφε κάτι… Ιστορίες. Μιλούσε λίγο, αλλά τα μάτια της είχαν έναν κόσμο μέσα τους.”

“Και τώρα;”

“Έφυγε. Πριν ένα μήνα. Είπε πως πάει βόρεια. Πως ψάχνει κάτι άλλο. Ή κάποιον. Δεν είμαι σίγουρη.”

Ο Νίκος κάθισε στο ίδιο σημείο που φαινόταν στη φωτογραφία. Σημείωσε λίγες λέξεις σε ένα παλιό μπλοκάκι που πάντα είχε μαζί του:

“Αν ποτέ διαβάσεις αυτό, να ξέρεις: Σε άφησα να φύγεις γιατί νόμιζα ότι έτσι σε κρατούσα ελεύθερη. Μα ίσως τελικά, σ’ αγαπούσα για να σε βρω ξανά. Όπου κι αν πας.”

Τα φαντάσματα του τρίτου έρωτα – Ερωτική καταιγίδα

Η Άννα καθόταν στο παραθαλάσσιο καφέ της Μονεμβασιάς, πίνοντας σκέτο ελληνικό, όταν μια γυναικεία φωνή άφησε στο τραπέζι της έναν φάκελο. Δεν ήταν άγνωστη. Ήταν η Ιουλία, παλιά φίλη από το λύκειο, που ζούσε πια στα Κύθηρα.

Το γράμμα δεν ήταν δικό της.

«Έμαθα πως είσαι εδώ. Εγώ δεν ξέχασα ποτέ το καλοκαίρι του ’99. Σε περιμένω στο Καψάλι. Αν δεν έρθεις, δεν θα στο ξαναζητήσω. Αν έρθεις, όλα αρχίζουν από την αρχή.» — Λ.»

Ο Λάμπρος. Ο πρώτος της έρωτας. Εκείνος που τη φίλησε πρώτη φορά κάτω από τις συκιές στο Λειβάδι, ένα βράδυ με πανσέληνο. Εκείνος που είχε φύγει τότε χωρίς εξήγηση.

Επιστροφή στα Κύθηρα

Τα Κύθηρα την υποδέχθηκαν με τον ήχο των τζιτζικιών και το αλμυρό φως του Ιουνίου. Η Άννα έμεινε σε ένα πέτρινο σπίτι στον Αυλέμονα, μόνο λίγα βήματα από τη θάλασσα. Δεν ήξερε τι να περιμένει.

Ο Λάμπρος ήταν πια διαφορετικός. Δεν ήταν το ανέμελο αγόρι του τότε. Ήταν πια γιατρός στο νησί, χήρος, με ένα παιδί που έβλεπε αραιά. Τα μάτια του, όμως, είχαν ακόμη εκείνο το βλέμμα — αυτό που διαπερνούσε το δέρμα και έφτανε στην ψυχή.

Βράδιασε νωρίς εκείνη την πρώτη μέρα. Ο Λάμπρος την πήγε στο εγκαταλειμμένο φάρο του Σπαραγγιού. Εκεί που, όπως της είπε, είχε θαφτεί μέσα του ο πόθος τους. Εκεί, μέσα στη γλυκιά ερημιά, η Άννα έγειρε πάνω του.

Το φιλί τους ήταν φωτιά που ξαναφούντωσε. Ο Λάμπρος την κράτησε σφιχτά, σαν να ήθελε να ενώσει όλες τις χαμένες στιγμές. Έκαναν έρωτα με φόντο το σκοτεινό πέλαγος, σιωπηλά, παθιασμένα, σχεδόν με λύπη. Ήταν η ένωση δυο σωμάτων που κουβαλούσαν πολλά, αλλά εκείνη τη στιγμή ήθελαν μόνο το τώρα.

Η αναμέτρηση των τριών

Η Άννα δεν είχε πει τίποτα στον Μάρκο για την αναχώρησή της. Εκείνος, με τα δικά του δίκτυα, την εντόπισε. Ένα απόγευμα εμφανίστηκε στο Καψάλι. Δεν φώναξε, δεν απαίτησε. Της άφησε ένα σκίτσο — ένα πορτρέτο της γυμνής, κοιμισμένης, όπως μόνο εκείνος την είχε δει.

Και λίγες μέρες μετά, άλλο ένα γράμμα, αυτή τη φορά από τον Νίκο.

«Το ότι φεύγεις δεν σημαίνει ότι ξεχνάς. Θέλω μόνο να ξέρω αν ακόμα, κάποιες νύχτες, θυμάσαι πώς σ’ έλεγα στον ύπνο.»

Τρεις άντρες. Τρία νησιά. Τρεις καθρέφτες του ίδιου της του εαυτού.

Η Άννα πήγε μόνη της στο εκκλησάκι της Αγίας Μονής, ψηλά πάνω από το νησί. Ο άνεμος φυσούσε δυνατά, κι όμως εκείνη στεκόταν ακίνητη.

Δεν ήθελε πια να είναι η γυναίκα ανάμεσα σε άντρες. Ήθελε να είναι η γυναίκα που επιλέγει — όχι ανάμεσά τους, αλλά πέρα απ’ αυτούς.

Κατέβηκε στην παραλία και έγραψε στο κινητό της ένα μήνυμα:

«Δεν γυρίζω. Δεν μένω. Δεν φεύγω. Απλώς υπάρχω, εκεί όπου η θάλασσα με αναγνωρίζει χωρίς να με ρωτά τίποτα.»

Η Άννα αποσύρεται για λίγο από τα πάντα. Ένα παλιό σπίτι στην Καρδαμύλη τη φιλοξενεί. Μα εκεί, δίπλα στον Ταΰγετο, κάποιος παρατηρεί κάθε της κίνηση. Ένας άντρας που δεν ήταν στους τρεις. Ένας άντρας που την ήξερε από τότε που δεν ήξερε τον εαυτό της.

Η Σκιά της Καρδαμύλης – Έρωτας ή Παράνοια;

Η Άννα είχε αποτραβηχτεί από όλους. Το σπίτι στην Καρδαμύλη ήταν παλιό, μισογκρεμισμένο, με πέτρινους τοίχους που κράταγαν δροσιά και αναμνήσεις. Το είχε νοικιάσει από έναν ηλικιωμένο ντόπιο που δεν πολυμιλούσε.

Ησυχία, ερημιά, μόνο τα τζιτζίκια και οι ελιές. Και οι νύχτες, πιο σκοτεινές από όσο θυμόταν ποτέ.

Μια βραδιά, καθώς γύριζε από τη μικρή παραλία του Φονέα, βρήκε ένα σημείωμα στην πόρτα. Δεν ήταν γραμμένο με στυλό, αλλά με κάρβουνο.

«Σε θυμάμαι από τότε που ήσουν σκιά πίσω από το δέντρο. Δεν με είδες, αλλά σε είδα.»

Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Δεν είχε πει σε κανέναν πού ήταν. Ούτε στον Μάρκο, ούτε στον Νίκο, ούτε στον Λάμπρο. Μήπως την είχαν βρει;

Τον είδε την επόμενη μέρα στο καφενείο του Λυκούργου. Ψηλός, μελαχροινός, γύρω στα 50. Διάβαζε Καρυωτάκη, έπινε ρακή, και την κοίταζε έντονα. Δεν την πλησίασε. Μόνο όταν έφυγε, άφησε πάνω στο τραπέζι της ένα βιβλίο.

Το εξώφυλλο έγραφε: «Οι Ερωτευμένοι δεν Χρειάζονται μάρτυρες»

Μέσα, με μολύβι:

«Ακόμα δεν με θυμήθηκες. Μα εγώ σε θυμάμαι πριν σε θυμηθείς εσύ η ίδια.» — Σ.

Η Άννα άρχισε να ψάχνει στο μυαλό της. Ήταν στα 19 όταν είχε έρθει με φίλες στην Καρδαμύλη. Είχε φιλήσει ένα αγόρι μέσα στη σπηλιά της Καλόγριας, έναν νεαρό ποιητή που έγραφε στο σώμα της με το δάχτυλο, χωρίς να πει λέξη. Δεν έμαθε ποτέ το όνομά του. Τον είχε πει «Σιωπηλό».

Ένα βράδυ, εμφανίστηκε στην αυλή. Δεν της μίλησε. Κρατούσε ένα σφραγισμένο φάκελο. Της τον άφησε και έφυγε. Μέσα, μόνο ένα χαρτί.

«Η σκιά που φοβάσαι είναι εκείνη που σε δημιούργησε. Δεν ήμουν ποτέ πίσω από τους άλλους άντρες. Ήμουν εκεί πριν από όλους. Αν θες να μάθεις, έλα στο μονοπάτι του Προφήτη Ηλία. Στην κορυφή. Μόνο εσύ.»

Η αποκάλυψη στον Ταΰγετο

Η Άννα ανέβηκε στο βουνό με βαριά ανάσα και ελαφριά ψυχή. Εκεί τον είδε. Ο άντρας από το καφενείο, από τη σπηλιά, από τη σιωπή της.

Της είπε την ιστορία που εκείνη είχε ξεχάσει. Πως την είχε ερωτευτεί τότε, την ακολούθησε στην Αθήνα, την παρακολούθησε σιωπηλά σε όλη της τη διαδρομή. Δεν ήθελε να την αποκτήσει. Ήθελε να είναι η σκιά της. Να υπάρχει μόνο όταν εκείνη ήθελε να τον δει.

Μια αρρωστημένη αφοσίωση; Ή το μοναδικό αληθινό βλέμμα που δεν διεκδίκησε τίποτα;

Η Άννα δεν απάντησε. Του έδωσε ένα φιλί — όχι ερωτικό, μα ευχαριστήριο. Και χάθηκε στο μονοπάτι, χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Το παιδί του καλοκαιριού – Επιστροφή στο Ναύπλιο

Δύο χρόνια μετά. Η Άννα περπατούσε ξανά στα σοκάκια του Ναυπλίου. Είχε αλλάξει. Όχι μόνο εξωτερικά. Ήταν πια μητέρα. Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μικρό αγοράκι με καστανά μάτια και βλέμμα που θύμιζε θάλασσα λίγο πριν την καταιγίδα.

Γύρισε εκεί για να κλείσει κύκλους. Όχι για να εξηγήσει. Ούτε για να ζητήσει συγγνώμη. Αλλά για να αφήσει πίσω εκείνο το καλοκαίρι, μια για πάντα.

Είχε μαζί της τρία γράμματα. Ένα για τον Νίκο, ένα για τον Μάρκο και ένα για τον Σ.

Δεν ήξερε ποιος από τους τρεις ήταν ο πατέρας. Δεν είχε κάνει τεστ. Δεν την ενδιέφερε. Το παιδί δεν ήταν προϊόν απιστίας ή αμαρτίας. Ήταν η ζωή που διεκδίκησε μέσα από το χάος. Ένα δώρο από όλους και από κανέναν.

Το άφησε στο γραμματοκιβώτιο του παλιού μπαρ του Νίκου, που πλέον είχε κλείσει. Στην ταβέρνα όπου κάποτε δούλευε ο Μάρκος βρήκε μόνο ένα καινούργιο όνομα: «Τα Ματωμένα Σοκάκια». Το γράμμα το άφησε κάτω από το παγκάκι όπου έπαιζε κιθάρα.

Το τρίτο, το έριξε στη θάλασσα. Ο Σ., ο άντρας-σκιά, ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Ίσως ήταν μέσα της.

Καθώς περπατούσε προς το Παλαμήδι, το παιδί κοιμόταν. Η Άννα δεν ένιωθε πια ενοχές. Δεν ήθελε να ξαναδεί κανέναν τους. Ούτε να διαλέξει. Ούτε να δικαιολογηθεί. Το παρελθόν τούς ανήκε. Το μέλλον, μόνο σε εκείνη και το γιο της.

Πριν φύγει από την πόλη, έγραψε με στυλό σε ένα παλιό τραπέζι στην Αρβανιτιά:

“Εδώ τελείωσε μια ιστορία με τρεις άντρες. Και ξεκίνησε μια με έναν μικρό Θεό.”

Η Άννα χάθηκε από τον χάρτη. Ίσως πήγε Ικαρία, ίσως έφτιαξε ένα εργαστήρι αγγειοπλαστικής, ίσως έγινε συγγραφέας με ψευδώνυμο. Κανείς δεν έμαθε ποτέ.

Μόνο που κάθε χρόνο, στα μέσα Ιουλίου, ένα παιδί παίζει στην παραλία της Καρδαμύλης και τραγουδάει τραγούδια χωρίς λόγια. Και το βλέμμα του είναι σαν να έχει δει πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορεί να πει.

Μυρτώ

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

newsletter banner anagnostis