Η Μαρία Εύα Ντουάρτε, γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο ως Εβίτα, γεννήθηκε το 1919 στην επαρχιακή πόλη Λος Τόλντος της Αργεντινής. Ήταν το πέμπτο παιδί της Χουάνα Ιμπάργκουρεν και του Χουάν Ντουάρτε, ενός εύπορου άνδρα που διατηρούσε άλλη επίσημη οικογένεια, γεγονός που στιγμάτισε κοινωνικά τη μικρή Εύα.
Γράφει η Ιωάννα Ιωαννίδη
Μετά τον θάνατο του πατέρα της, όταν εκείνη ήταν μόλις έξι ετών, η οικογένεια βυθίστηκε στη φτώχεια και μετακόμισε στη Τζουνίν, όπου η μητέρα της εργαζόταν σκληρά ως μοδίστρα για να στηρίξει τα παιδιά της.
Παρά τις δυσκολίες, η νεαρή Εύα διατηρούσε όνειρα και φιλοδοξίες. Ήταν ένα παιδί γεμάτο ζωντάνια και ευαισθησία, που αγαπούσε την ποίηση και είχε έντονο ενδιαφέρον για την τέχνη. Σε ηλικία μόλις 15 ετών, πήρε τη γενναία απόφαση να μετακομίσει μόνη της στο Μπουένος Άιρες για να ακολουθήσει καριέρα στην υποκριτική. Χωρίς επίσημη κατάρτιση, κατάφερε να εδραιωθεί στον χώρο του ραδιοφώνου και του θεάτρου, κερδίζοντας γρήγορα αναγνωρισιμότητα.

Το 1944, σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση για τα θύματα ενός καταστροφικού σεισμού, γνώρισε τον συνταγματάρχη Χουάν Περόν, έναν φιλόδοξο πολιτικό και στρατιωτικό. Παρά τη διαφορά ηλικίας τους, ο έρωτάς τους ήταν ακαριαίος και δυνατός. Παντρεύτηκαν έναν χρόνο αργότερα και σύντομα η Εύα θα γινόταν η πιο λαμπερή και ταυτόχρονα η πιο αμφιλεγόμενη πρώτη κυρία της Αργεντινής.
Από την αρχή της προεδρικής εκστρατείας του Χουάν Περόν, η Εβίτα έπαιξε καθοριστικό ρόλο, κερδίζοντας την καρδιά των εργατών και των φτωχών, τους οποίους αποκαλούσε «descamisados», δηλαδή «χωρίς πουκάμισο». Δεν περιορίστηκε ποτέ στον παραδοσιακό ρόλο της πρώτης κυρίας. Χωρίς να έχει επίσημο αξίωμα, λειτούργησε σαν υπουργός Υγείας και Εργασίας, επιβλέποντας αυξήσεις μισθών και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Αποκτώντας πολιτική ισχύ, ίδρυσε το Ίδρυμα Εύα Περόν, ένα δίκτυο πρόνοιας που χρηματοδοτήθηκε από συνεισφορές συνδικάτων και επιχειρήσεων.
Μέσα από αυτό το ίδρυμα οικοδομήθηκαν νοσοκομεία, σχολεία, ορφανοτροφεία και καταφύγια για αστέγους. Η ίδια διέθετε χρόνο καθημερινά για να δέχεται προσωπικά αιτήματα και να μοιράζει ρούχα, παπούτσια και φάρμακα. Ο λαός την αποκαλούσε «La Dama de la Esperanza» — η Κυρία της Ελπίδας. Την ίδια ώρα, όμως, πολλοί την κατηγορούσαν για υποκρισία, λόγω της αγάπης της για τα κοσμήματα και την πολυτελή ένδυση.

Η Εβίτα πίστευε βαθιά στην ισότητα των φύλων. Πάλεψε με πάθος για να αποκτήσουν οι γυναίκες της Αργεντινής δικαίωμα ψήφου — κάτι που τελικά πέτυχε το 1947. Ίδρυσε το Γυναικείο Κόμμα των Περονιστών, ενθαρρύνοντας χιλιάδες γυναίκες να μπουν στην πολιτική. Παρά τη δημόσια λάμψη της, η υγεία της χειροτέρευε. Το 1951 διαγνώστηκε με καρκίνο του τραχήλου και έγινε η πρώτη Αργεντινή ασθενής που υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία. Παρ’ όλα αυτά, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της για τη θέση της αντιπροέδρου στο πλευρό του συζύγου της, αλλά η πίεση από τον στρατό και η επιδείνωση της κατάστασής της την ανάγκασαν να αποσυρθεί.
Η Εβίτα πέθανε στις 26 Ιουλίου 1952, σε ηλικία μόλις 33 ετών. Η κηδεία της μετατράπηκε σε λαϊκό προσκύνημα, με εκατομμύρια Αργεντινούς να συρρέουν για να την τιμήσουν. Ο λαός της την αποκάλεσε «Πνευματική Ηγέτιδα του Έθνους», ενώ πολλοί συνέχισαν να τη θεωρούν αγία, ανεξάρτητα από τη μη επίσημη αναγνώριση από το Βατικανό.
Ακόμη και μετά τον θάνατό της, η ζωή της παρέμεινε στο επίκεντρο της πολιτικής. Το ταριχευμένο σώμα της υπέστη μια σχεδόν μυθιστορηματική μεταθανάτια περιπέτεια: κλάπηκε, μεταφέρθηκε στην Ιταλία, επέστρεψε στη Μαδρίτη και τελικά, δεκαετίες αργότερα, ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Ρεκολέτα στο Μπουένος Άιρες.
Η ιστορία της ενέπνευσε πλήθος βιβλίων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών, με πιο γνωστή την παράσταση “Evita” των Andrew Lloyd Webber και Tim Rice, η οποία μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1996 με πρωταγωνίστρια τη Μαντόνα.
Η ζωή της Εβίτας Περόν αποτελεί παράδειγμα για κάθε σύγχρονη γυναίκα που θέλει να διεκδικήσει το δικαίωμα να ακουστεί, να προσφέρει και να αλλάξει τον κόσμο γύρω της. Παρά τις αντιφάσεις και τις επικρίσεις που δέχθηκε, υπήρξε μια γυναίκα που σήκωσε στις πλάτες της τις ελπίδες των περιθωριοποιημένων και των αόρατων. Η Εβίτα απέδειξε ότι το πάθος, το θάρρος και η δράση μπορούν να μετατρέψουν ακόμη και τις πιο ταπεινές ρίζες σε μια ιστορία αιωνιότητας.