Η Ανιέζε Γκόντσε Μπογιάτζιου, περισσότερο γνωστή στον κόσμο ως Μητέρα Τερέζα, γεννήθηκε το 1910 στα Σκόπια, τότε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεγάλωσε σε ένα ευσεβές καθολικό περιβάλλον, όπου από μικρή ηλικία διδάχτηκε την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Η μητέρα της, γυναίκα γεμάτη καλοσύνη και φιλανθρωπία, αποτέλεσε πρότυπο για την προσωπική της πορεία.
της Ιωάννας Ιωαννίδη
Σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, η Ανιέζε βίωσε μια εσωτερική κλήση να αφιερωθεί στον Θεό μέσω της μοναχικής ζωής. Έξι χρόνια αργότερα, εγκατέλειψε την πατρίδα της και μετέβη στην Ιρλανδία, όπου εντάχθηκε στις Αδελφές του Λορέτο. Από εκεί στάλθηκε στην Ινδία, όπου, παίρνοντας το όνομα Τερέζα από την Αγία Θηρεσία, αφιερώθηκε στη διδασκαλία και την αρωγή των φτωχών στην Καλκούτα.
Η ζωή της στις Αδελφές του Λορέτο ήταν γεμάτη αγάπη και υπηρεσία, όμως μέσα της γεννήθηκε η αίσθηση πως έπρεπε να κάνει κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό: να ζήσει ανάμεσα στους φτωχούς και να υπηρετήσει τους πλέον περιθωριοποιημένους. Έχοντας λάβει άδεια από το Βατικανό, εγκατέλειψε το τάγμα της και φόρεσε ένα απλό λευκό σάρι, όμοιο με εκείνο των γυναικών της Ινδίας που ήθελε να υπηρετήσει. Ξεκίνησε το έργο της με ελάχιστα μέσα, γράφοντας με κιμωλία στο χώμα για να διδάξει παιδιά του δρόμου.

Η ανάγκη γύρω της ήταν συντριπτική: αρρώστιες, πείνα και θάνατος αποτελούσαν καθημερινό θέαμα. Βλέποντας την απελπισία, ίδρυσε έναν χώρο όπου οι ετοιμοθάνατοι μπορούσαν να ζήσουν με αξιοπρέπεια τις τελευταίες τους στιγμές. Αν και στην αρχή ήταν μόνη, σταδιακά άλλες μοναχές ενώθηκαν στο έργο της. Έτσι, ιδρύθηκε το τάγμα των Ιεραποστόλων της Αγάπης.
Η δράση της εξαπλώθηκε ραγδαία. Άνοιξε σχολεία, ορφανοτροφεία και νοσοκομεία όχι μόνο στην Ινδία αλλά και σε χώρες όπως η Ρώμη, η Τανζανία και η Αυστρία. Τα έργα της επεκτάθηκαν σε περισσότερες από εκατό χώρες, καθιστώντας την Μητέρα Τερέζα παγκόσμιο σύμβολο αλληλεγγύης προς τους φτωχούς.
Η διεθνής αναγνώριση ήρθε το 1979 με την απονομή του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης για τη μάχη της ενάντια στη φτώχεια και την ανθρώπινη δυστυχία. Το χρηματικό έπαθλο το διέθεσε εξ ολοκλήρου στους αναξιοπαθούντες, απορρίπτοντας ακόμη και το επίσημο δείπνο της απονομής.
Ορισμένοι την επέκριναν, αμφισβητώντας τόσο τις προθέσεις της όσο και τις πρακτικές της. Μεταξύ των επικριτών της ήταν και ο δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς, ο οποίος την κατηγόρησε για προώθηση θρησκευτικού φανατισμού και παραμέληση της ιατρικής φροντίδας στους ασθενείς των ιδρυμάτων της. Επιπλέον, της αποδόθηκαν σχέσεις με αμφιλεγόμενες πολιτικές προσωπικότητες και κατηγορήθηκε για αδιαφανή οικονομική διαχείριση.

Ακόμη και οι επιστολές της, που αποκαλύφθηκαν μετά τον θάνατό της παρά τη θέλησή της να καταστραφούν, έδειξαν ότι για δεκαετίες πάλευε εσωτερικά με αμφιβολίες για την πίστη της. Αν και για κάποιους αυτό κλόνισε την ιδανική εικόνα της, άλλοι θεώρησαν πως το γεγονός ότι συνέχισε το έργο της μέσα σε προσωπικό σκοτάδι, μεγέθυνε ακόμη περισσότερο το μεγαλείο της.
Η Μητέρα Τερέζα πέθανε το 1997 στην Καλκούτα, αφήνοντας πίσω της μια παγκόσμια κληρονομιά φιλανθρωπίας. Το Βατικανό, αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά και το πνευματικό της έργο, την ανακήρυξε Αγία το 2016, επί Πάπα Φραγκίσκου.
Η πορεία της Μητέρας Τερέζας υπενθυμίζει στις σύγχρονες γυναίκες τη δύναμη της αφοσίωσης, της αυτοθυσίας και της εσωτερικής πίστης στις αξίες που υπηρετούν. Μέσα σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ανάγκη για προσωπική καταξίωση, το παράδειγμά της προσφέρει ένα διαφορετικό πρότυπο: εκείνο της ταπεινότητας που μεταμορφώνει ζωές. Η αφοσίωσή της στις ανθρώπινες ανάγκες, παρά τις δυσκολίες και τα προσωπικά της διλήμματα, εμπνέει κάθε γυναίκα να κυνηγήσει τα ιδανικά της με θάρρος, επιμονή και αυθεντικότητα.