banner ΕΟΣΣ food fest 2504 1280x350 01

Ο «Ιούδας» στην Πλατεία – Μια ιστορία από μια διαφορετική Μεγάλη Παρασκευή

Πλατεία Μοχού Κρήτη

Στην καρδιά ενός χωριού, τη δεκαετία του 1980, η Μεγάλη Παρασκευή δεν είναι μόνο μια θρησκευτική στιγμή, αλλά και μια ευκαιρία για τη διατήρηση της τοπικής παράδοσης.

του Κωνσταντίνου Τζιαμπάση*

Η ιστορία του Ιούδα, που συνδέεται με το έθιμο του κάψιμου του Ιούδα, είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του Πάσχα στην Ελλάδα. Μέσα από μια καθημερινή, σχεδόν απλή, σκηνή στην πλατεία, μια ομάδα παιδιών ανακαλύπτει, ίσως για πρώτη φορά, τη βαθύτερη σημασία αυτής της παράδοσης και των ερωτημάτων που την συνοδεύουν.

Μεγάλη Παρασκευή πρωί. Στο μικρό ελληνικό χωριό, η πλατεία είχε γεμίσει από ζωή και προετοιμασίες για την ημέρα της Λαμπρής. Τα παιδιά έτρεχαν γύρω από τον Ιούδα της Ανάστασης, που είχε στηθεί, όπως κάθε χρόνο, στο κέντρο της πλατείας. Ήταν μέρος από εκείνα τα βαθιά ριζωμένα έθιμα του Πάσχα στην Ελλάδα που περνάνε από γενιά σε γενιά.

Είχαμε φτιάξει τον Ιούδα όπως πάντα: ένα πουκάμισο παλιό, παντελόνι σκισμένο, άχυρα και ένα τσουβάλι για κεφάλι. Το στήσαμε γερά, δίπλα στη μουριά, να περιμένει τη μοίρα του. Το βράδυ της Ανάστασης θα τον καίγαμε. Το κάψιμο του Ιούδα, ένα έθιμο που κρατά ακόμα ζωντανή την έννοια της προδοσίας και της δικαιοσύνης στα χωριά μας.

Και τότε, εμφανίστηκε ένας άγνωστος στην πλατεία. Ένας ξένος με καθαρό βλέμμα, ψηλός και ήρεμος. Δεν ήταν περαστικός τουρίστας, μα ο γιος του παλιού σιδερά του χωριού, που είχε χρόνια να φανεί. Είχε φύγει στα ξένα, σπούδασε, δούλεψε, κι επέστρεψε ξαφνικά, φέτος το Πάσχα, να φέρει μαζί του κάτι αλλιώτικο κάτι διαφορετικό.

Χαμογέλασε κοιτάζοντας τον Ιούδα και μας ρώτησε:

«Ωραίος ο Ιούδας σας. Αν σας φέρω λουκούμια, θα μου πείτε τι ξέρετε για αυτόν;»

Τα λουκούμια μας κέρδισαν. Συμφωνήσαμε αμέσως.

Το απόγευμα, λίγο πριν την ακολουθία του Επιταφίου, ο ξένος ήρθε με ένα κουτί λουκούμια. Μας τα πρόσφερε και ρώτησε:

«Τι γνωρίζετε για τον Ιούδα;»

Ξέραμε τα βασικά: προδοσία του Χριστού, τριάντα αργύρια, φιλί στον Κήπο των Ελαιών, κρέμασμα από τύψεις. Αυτά μας μάθαινε η εκκλησία και η παράδοση. Τίποτα παραπάνω.

Και τότε, άρχισε να μας μιλάει διαφορετικά. Όχι σαν δάσκαλος ή ιερέας, αλλά σαν κάποιος που ήθελε να μας βάλει σε σκέψη.

«Ο Ιούδας δεν ήταν πάντα προδότης. Το όνομά του κάποτε ήταν κοινό. Τον θυμόμαστε μόνο για την προδοσία του. Αλλά μήπως δεν ξέρουμε όλη την ιστορία;

Μας λένε πως πρόδωσε για τα αργύρια. Μα ποιος επιστρέφει λεφτά και αυτοκτονεί αν ήταν απλός προδότης;

Άλλοι λένε πως χωρίς αυτόν, δε θα υπήρχε η Σταύρωση. Ούτε η Ανάσταση. Ίσως έπαιξε ρόλο αναγκαίο, μοιραίο.

Υπάρχει και η θεωρία ότι ο Ιούδας ήλπιζε να προκαλέσει τον Χριστό να αποκαλυφθεί ως Μεσσίας και να λυτρώσει το λαό του με δύναμη.

Και τέλος, κάποιοι τον θεωρούν ζηλωτή, που ήθελε επανάσταση κατά των Ρωμαίων. Όταν είδε ότι ο Χριστός δεν ήταν αυτό που περίμενε, απογοητεύτηκε βαθιά.»

Καθόμασταν γύρω του μαγεμένοι, μασουλώντας τα λουκούμια, με τη γλυκιά γεύση της άχνης να μας ζαχαρώνει το στόμα και τις σκέψεις μας. Οι μεγάλοι κάθονταν στα τραπεζάκια στα γύρω καφενεία και άκουγαν σιωπηλοί. Ώσπου ένας γέροντας ρώτησε:

«Γιατί, ρε κουμπάρε, λες στα παιδιά αυτά τα παράξενα πράγματα;»

Ο ξένος σηκώθηκε αργά, άφησε λίγα ψηλά για τα κεράσματα στο τραπέζι, και με έναν βαθύ αναστεναγμό είπε:

«Για να αποφασίσουν μόνα τους αν είναι σωστό ή άδικο να κάψουν αύριο αυτόν εκεί τον φτιαχτό άνθρωπο.»

Κι έφυγε. Το αυτοκίνητό του χάθηκε στη στροφή και πίσω του άφησε μια πλατεία σιωπηλή.

Η σιωπή κράτησε λίγο. Μετά άρχισαν τα σχόλια: — «Τι βλακείες μας είπε αυτός;» γκρίνιαξε ο Θοδωρής.

«Μα φαινόταν πολύ μορφωμένος», είπε ο Αντώνης.

«Μορφωμένος που λέει πως ο Ιούδας δεν ήταν προδότης; Να τη χέσω τέτοια μόρφωση!» ούρλιαξε ο Κωσταντής.

«Κομμουνιστής είναι!» πετάχτηκε ο Γιώργης.

«Οι κομμουνιστές δεν λένε τέτοια, βρε!» φώναξε ο Νικολής, ο μόνος του χωριού που ήταν αριστερός και πιστός εκκλησιαζόμενος.

Κι εμείς, τα μικρά παιδιά του χωριού, κοιτάζαμε τον Ιούδα που είχαμε στήσει με τα ίδια μας τα χέρια. Το πρόσωπό του, παράξενα ανθρώπινο. Οι σκέψεις μας, θολές αλλά και καινούργιες. Κι εκεί, μπροστά στη λαϊκή φιγούρα του προδότη, ήρθε για πρώτη φορά η αμφιβολία.

«Να τον κάψουμε ή να τον κατεβάσουμε;»….

«Ιησού ή Βαραβα»!

*Ο Κωνσταντίνος Τζιαμπάσης είναι αρχαιολόγος

Σχόλια

Ένα σχόλιο

  1. Πατεράκης Γεώργιος

    Φίλε Κωνσταντίνε, Γειά Σου.
    Χρόνια Πολλά και Καλή Ανάσταση !!!
    Διάβασα με προσοχή το υπέροχο και επίκαιρο άρθρο σου, που υπογράφεις με την ιδιότητα του αρχαιολόγου. Σε συγχαίρω γιατί και από παιδαγωγική σκοπιά είναι άρτιο και πλήρες.
    Η αρχιτεκτονική, το σενάριο της ιστορίας σου, η δομή του αφηγήματος, με απλό, στρωτό, σύντομο και κατανοητό λόγο, είναι πολύ επιτυχημένα. Με τις ερωταποκρίσεις εκλαϊκεύεις στο θέμα σου την καλλιέργεια και ανάπτυξη της “Κριτικής Σκέψης” στα μικρά παιδιά, όπως συνηθίζουμε να λέμε εμείς οι εκπαι-δευτικοί. Το επιτυγχάνεις με τρόπο αβίαστο, απλό, αριστοτεχνικό και το δημοσι-
    εύεις στον κατάλληλο χρόνο.
    Διαθέτεις δημιουργικό τάλαντο, το οποίο δεν πρέπει να μένει ανεκμετάλλευτο.
    Συγχαρητήρια και πάλι.
    Καλή Ανάσταση και Χρόνια Πολλά !!!
    Δρ. Πατεράκης Γεώργιος
    Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

newsletter banner anagnostis