Όλα ξεκίνησαν εκείνο το καυτό καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80…
Οκτώ χρονών εσύ, εννέα ο αδελφός σου. Με απαγορευμένα φραπέδακια στο μπαλκόνι, τρεις με τέσσερις αργά τη νύχτα και τα μπουζούκια της παραλιακής να ακούγονται στην ησυχία, αν και χιλιόμετρα μακριά.
του Νίκου Τσιπόκα*
Τον περιμένατε με αγωνία να περάσει και πανηγυρίζατε με τον αδελφό σου σαν ζώα, κρεμασμένοι στα κάγκελα, θεατές μιας απροσδόκητης παράνομης πίστας, ακριβώς μπροστά από το πατρικό σας. Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, μένατε άγρυπνοι, κρυμμένοι στο μπαλκόνι, κοιτούσατε πότε θα περάσει αυτός ο τρελός μηχανόβιος – καψούρης από χωριό, λέγανε –, με βγαλμένη την εξάτμιση κατακαλόκαιρο, όταν όλη η πόλη κοιμόταν. Δαιμόνιος ο τύπος, έμπαινε κανονικά στην πόλη, μετά ξεβίδωνε την εξάτμιση της μηχανής του και τους ξύπναγε όλους με ένα γρήγορο πέρασμα στα στενά της. Όλους, μιλάμε, τουρίστες και ντόπιους. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Κανονικές εκρήξεις! Μετά έβαζε πάλι την εξάτμιση και έφευγε ανενόχλητος. Άλλοι λέγανε ότι κρυβόταν κάπου στην πόλη. Εσάς λίγο σας ενδιέφερε, ήταν ο ήρωας των παιδικών σας χρόνων, αυτός που κατόρθωνε και γλίτωνε πάντα, παρά τα πεσίματα και τα μπλόκα της Τροχαίας. Ποτέ δεν μάθατε ποιος είναι, ποτέ δεν τον πιάσανε. Εκείνες οι νύχτες ήταν μόνο δικές σας, με τα στρώματα έξω στο μπαλκόνι, φορώντας ολόλευκα σλιπάκια Μινέρβα που μύριζαν χλωρίνη, ουρλιάζοντας από ευδαιμονία όταν πέρναγε ο «Ζορό» της ασφάλτου. Οι δικές σου μοναδικές νύχτες, αυτές που ήρθαν, αυτές που δεν ήρθαν τελικά, αλλά τις ονειρεύτηκες.
Έτσι, όταν στα δέκα καβάλησες το ογδοντάρι ΜΤ εντουράκι του ξαδέλφου σου, ήξερες τι θα κάνεις όταν θα μεγαλώσεις. Ταλεντάρα στις χωμάτινες πίστες από μικρός, έδειχνες ότι θα ξεχωρίσεις. Δύο συνεχόμενα σπασίματα όμως στο Διαβαλκανικό Εφήβων σε περιόρισαν με συμμετοχές σε κάτι κερδοφόρα σόου καπνοβιομηχανιών και τονωτικών αναψυκτικών, κυρίως σε κλειστά στάδια και πλατείες επαρχιακών πόλεων, όπου κάνατε μαζί με φίλους άλματα και φιγούρες με εντούρο μηχανάκια, σε πίστες με τεχνητά αναχώματα.
Και εκεί που ήσουν έτοιμος να φύγεις και να ψαχτείς στην Αμερική, κάποιο μεγάλο κλαμπ στην Αγία Νάπα είχε πάρτι γενεθλίων και σε κάλεσαν μαζί με άλλους, για μια νυχτερινή επίδειξη στο αμμώδες τερέν του μπροστά στην παραλία. Εκεί γνώρισες κάποιον επιχειρηματία από το Ισραήλ με ιδιόκτητα λούνα παρκ, ο οποίος, εκτιμώντας τα προσόντα και τις θεαματικές φιγούρες σου, σου πρότεινε να τον ακολουθήσεις στο Ισραήλ για αντίστοιχες εκδηλώσεις και κυρίως για να αναλάβεις τον παροπλισμένο «γύρο του θανάτου». Σου έκανε εντύπωση που διατηρούνταν ακόμη ένας θρύλος της μηχανοκίνητης ιστορίας. Ουσιαστικά ήταν ένα τεράστιο ψηλό ξύλινο βαρέλι που, στο εσωτερικό του, αναβάτες με μηχανές τελείως γυμνές και χαμηλό κέντρο βάρους ανεβοκατέβαιναν στο κατακόρυφο ξύλινο δάπεδό του, ισορροπώντας με φυγόκεντρες κινήσεις, κάνοντας διάφορες επικίνδυνες φιγούρες. Οι θεατές, κρεμασμένοι από την οροφή, σε απόσταση αναπνοής, γεύονταν καμένο λάστιχο και βενζίνη. Όλα τα χρήματα που μάζευες από τα κάλαντα τα έκανες μάρκες για τον «γύρο του θανάτου».
Δεν έχανες παράσταση, τρεις την ημέρα, για μια ολόκληρη εβδομάδα, όσο καθόταν και το υπόλοιπο λούνα παρκ στην πόλη σου. Η πιο καυτή εβδομάδα του χρόνου. Δεν έτρωγες, δεν κοιμόσουν από την αγωνία και τη χαρά σου. Οι δικοί σου ήρωες δεν ήταν κάποια καρτούν, αλλά μηχανόβιοι με μαλλιά και τατουάζ.
Άναβαν τσιγάρο πάνω στη μηχανή, οδηγώντας πλάγια στο βαρέλι χωρίς χέρια, χωρίς να φοβούνται, χωρίς να πέφτουν ποτέ. Αργότερα, στην εφηβεία σου, άρχισε να μαραζώνει το θέαμα, κανείς δεν πήγαινε. Ήταν η εποχή με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και όλοι ήταν μπροστά σε μια οθόνη.
Από μικρός ήθελες έναν δικό σου «γύρο του θανάτου». Δεν γινόταν να μην πας, αν και όλοι σου έλεγαν «μακριά» και ότι γενικά έχει φασαρίες στην περιοχή.
Οι πρώτοι μήνες κύλησαν σαν νερό, το έστησες το βαρέλι σωστά. Βρήκες και άλλους δύο τύπους με την ίδια τρέλα και δίνατε παραστάσεις στον χώρο ενός μόνιμου λούνα παρκ. Γνώρισες πολύ κόσμο και κορίτσια που πήγαιναν τρία χρόνια στο στρατό.
Γνώρισες και την Αμάγια, μια Παλαιστίνια που δούλευε στα ταμεία και πηγαινοερχόταν κάθε μέρα στη Γάζα. Πολλοί έκαναν το ίδιο, γιατί δεν υπήρχαν δουλειές απέναντι. Εκεί το τερμάτισες. Ερωτεύτηκες και δάγκωνες τη γλώσσα σου όταν της μίλαγες. Ποτέ δεν έμενε μαζί σου τα βράδια.
Πάντα γύριζε στη Γάζα, στους δικούς της. Φοβισμένη, μαγκωμένη, αλλά εσένα σε λύτρωσε. Σαν να βρισκόσουν συνέχεια μπροστά σε μια πλατφόρμα απογείωσης, λίγο πριν πετάξεις με το εντούρο στον αέρα. Έτσι ένιωθες μαζί της. Όταν μια νύχτα ξεκίνησαν πάλι οι φασαρίες και έκλεισαν τα σύνορα οι Ισραηλινοί, δεν ανησύχησες, γιατί είχε συμβεί πάλι, αλλά πάντα τα άνοιγαν. Όμως είχε περάσει ήδη ένας μήνας με αυτή τη νέα αιματηρή Ιντιφάντα και δεν την είχες δει.
Έριξαν και τα δίκτυα του ίντερνετ και δεν μιλούσατε καθόλου εδώ και ημέρες που είχαν αρχίσει οι
βομβαρδισμοί. Εκεί δεν μπόρεσες. Δεν άντεξες. Τρελάθηκες. Πήρες το εντούρο σου, το γύμνωσες τελείως και άλλαξες τις αναρτήσεις. Ήσουν έτοιμος, τα νύχια σου τα είχες ξεσκίσει όλες αυτές τις ημέρες της αμφιβολίας. Βρήκες το πιο στενό τμήμα του μεταλλικού πλέγματος – τείχους, σχεδόν δίπλα σε ένα φυλάκιο, με ένα μικρό ανάχωμα μπροστά από μπάζα και σκουπίδια. Ήταν ό,τι έπρεπε. Αγορίνα μου, εσύ δεν ήσουν ποτέ απλά αναβάτης, ακροβάτης ήσουν, αεροπτεριστής, κυρίαρχος των αιθέρων. Πέταξες στα γρήγορα δύο τρεις τσίγκους πάνω στο ανάχωμα σαν σκουπίδια δήθεν με τα υπόλοιπα μπάζα και το έκανες αυτοσχέδια πλατφόρμα.
Με μικρή σχετικά φόρα πήδηξες, καθώς σε φώτιζε ένας από τους προβολείς του παρακείμενου φυλακίου διέλευσης. Σου φάνηκε ότι άκουσες φωνές και μια σειρήνα μαζί, νόμισες ότι χτυπήθηκες, αλλά δεν ένιωθες τίποτα από την έξαψη. Πέρασες απέναντι με τη μηχανή και σύρθηκες μαζί της στο μαλακό χώμα, με τα δάχτυλα ακόμα κολλημένα στο τιμόνι από την ένταση. Είχες παγώσει από τον φόβο. Περίμενες να έρθει κάποιος εκσκαφέας να σε θάψει μαζί με το εντούρο σου σαν έντομο, αλλά μαζεύτηκαν κάτι πιτσιρίκια που, συντονισμένα και με έμπειρες κινήσεις διασωστών, σε τράβηξαν αμέσως και σε έκρυψαν μαζί με τη μηχανή σε δευτερόλεπτα, πριν το επόμενο πέρασμα του προβολέα. Δεν είχες πάθει τίποτα…
Μετά τα διαδικαστικά και τις εξηγήσεις στην τοπική αστυνομία, γιατί δυστυχώς, από την ένταση, ούτε το επώνυμο της κοπέλας δεν θυμόσουν. Έδειξες κάτι φωτογραφίες της, από το ραγισμένο κινητό σου, κράτησαν το διαβατήριό σου και κοιμήθηκες στο φυλάκιο σε έναν υπνόσακο που σου έδωσαν. Το βράδυ κατάλαβες ότι κάτι έλεγαν για σένα και γελούσαν. Νωρίς το πρωί είδες έξω από το φυλάκιο την Αμάγια και άλλες δέκα γυναίκες διαφορετικών ηλικιών να περιμένουν. Όταν
άνοιξε η πόρτα, κρεμάστηκε πάνω σου και όλοι σχολίαζαν γελώντας το γεγονός. Τους επόμενους μήνες, όπου πήγαινες στη Γάζα, σε έβαζαν να περιγράψεις την πτήση σου, κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση απογείωσης με όλη την παλάμη τους ανοιγμένη, και σε κερνούσαν. Όλοι σε φώναζαν «πιλότο» και σε παρότρυναν, όταν αποκτούσε αεροπλάνα η Παλαιστίνη, να πιάσεις δουλειά.
Όταν σταμάτησε ο αποκλεισμός και ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, άρχισε ο κόσμος να πηγαινοέρχεται, όπως παλιά. Αλλά εσύ δεν έφυγες. Ήταν κι εκείνα τα μαγευτικά απογεύματα πάνω στους λοφίσκους, όταν φύσαγε από την έρημο και χανόσουν στη σκόνη του εντούρο σου. Έτσι, έστησες το βαρέλι από την άλλη πλευρά. Καλύτερα ήταν. Σε βοήθησαν και οι συγγενείς της Αμάγια. Ήταν πάρα πολλοί. Διάσημος πλέον στην Γάζα. Δεν το περίμενες. Δεν γαμείς…
Ένα μέρος που σίγουρα δεν ήταν στα άμεσα σχέδιά σου. Τι πουτάνα είναι η ζωή…
Είχες πει να γυρίσεις όλο τον κόσμο και τώρα όλος ο κόσμος έγινε ένα ξύλινο βαρέλι στη Γάζα, εγκλωβισμένος γύρω γύρω από τους Ισραηλινούς, αλλά δεν σε νοιάζει. Παντού το ίδιο είναι. Τα πιτσιρίκια όλα σε ξέρουν, γιατί κάτω από δέκα ετών έχει δωρεάν είσοδο στο βαρέλι και έχεις ουρές κάθε βράδυ απ’ έξω. Κι όποιος δεν έχει χρήματα, πάλι δωρεάν μπαίνει. Γιατί τα βράδια στο ταμείο κάθεται η Αμάγια μαζί με το γιο σου και όλες τις αδελφές της και τα παιδιά τους. Είσαι κάτι σαν τοπικός ήρωας εδώ. Τα μικρά σε φωνάζουν με το όνομά σου τα πρωινά στην αγορά και σε παρακινούν για μια τελευταία σούζα. Σου φέρνουν τα ποδήλατά τους, να τα φτιάξεις, να τα κάνεις «γρήγορα». Είσαι κάτι σαν δάσκαλος γι’ αυτά. Πάνε οι γυαλιστερές δερμάτινες στολές και τα πολύχρωμα διαφημιστικά καπέλα. Τέλος οι φωτογραφίσεις σε επιδείξεις εντούρο με μοντέλα. Όλοι σε ξέρουν, όλοι σου μιλάνε και γελάνε μ’ εσένα. Όλοι συμπαθούν τον Έλληνα, τον «πιλότο»
που πέρασε πετώντας το μπλόκο των Εβραίων για μια Παλαιστίνια και κάθε βράδυ μπαίνει στο βαρέλι του, στο «γύρο του θανάτου», κάνει βόλτες με ένα δίφυλλο με λιβανέζικο χασίσι στο στόμα και σηκώνει τα χέρια του από το τιμόνι ψηλά στον αέρα ουρλιάζοντας…
*O συγγραφέας Νίκος Τσιπόκας γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Το 1997 εκδiδεται στην Αθήνα το βιβλίο του “Αυτή η πανσέληνος κράτησε οκτώ ολόκληρα χρόνια” από την Απόπειρα. Ιδρυτικό μέλος των Anima, φωνή, στίχοι. Το 2000 κυκλοφορεί το CD Παράξενες Μέρες από την Ano Kato Records. Ασχολείται με τον κινηματογράφο, art installations, video art, σκηνικά θεάτρου, ντιζάιν, και έχει γράψει θεατρικά κείμενα, με συμμετοχές σε φεστιβάλ, εκθέσεις και biennale.
