Η παγκόσμια αγορά ελαιολάδου βρίσκεται σε φάση θεαματικής αναδιάρθρωσης, καθώς οι πρόσφατες εκτιμήσεις της FAO δείχνουν σημαντική ανάκαμψη της παραγωγής μετά τις έντονες ξηρασίες που έπληξαν τη Μεσόγειο τα προηγούμενα χρόνια.
Η βελτίωση αυτή έχει προκαλέσει κάθετη πτώση στις τιμές, με την Ελλάδα και την Ισπανία να σημειώνουν μειώσεις άνω του 50% σε σχέση με τις αρχές του 2024.
Καθίζηση τιμών σε Ελλάδα και Ισπανία
Στην Ισπανία –τον μεγαλύτερο παραγωγό παγκοσμίως– οι τιμές του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου υποχώρησαν από περίπου 9.000 ευρώ/τόνο στις αρχές του 2024 σε μόλις 4.180 ευρώ/τόνο τον Σεπτέμβριο του 2025, επίπεδο αρκετά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Αντίστοιχη εικόνα επικρατεί και στην Ελλάδα. Το ιστορικό υψηλό των 8.460 ευρώ/τόνο στα μέσα του 2024 έχει πλέον διαμορφωθεί κοντά στα 4.100 ευρώ/τόνο στο τέλος της περιόδου 2024/25, επιβεβαιώνοντας την πίεση που δέχονται οι Έλληνες παραγωγοί.
Η εντελώς διαφορετική πορεία της Ιταλίας
Σε πλήρη αντίθεση με τους γείτονές της, η Ιταλία βρίσκεται σε ανοδική τροχιά. Η παρατεταμένη ξηρασία του 2024 προκάλεσε πτώση της παραγωγής κατά περίπου 25%, γεγονός που ώθησε τις τιμές σε ιστορικά υψηλά.
Στα μέσα του 2025, το ιταλικό εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο ξεπέρασε τα 9.500 ευρώ/τόνο –περίπου 40% υψηλότερα από τον μέσο όρο πενταετίας– επιβεβαιώνοντας την έλλειψη αποθεμάτων και την ισχυρή ζήτηση.
Σταθερότητα με προκλήσεις στην παγκόσμια παραγωγή
Οι πρώτες προβλέψεις για την περίοδο 2025/26 κάνουν λόγο για παγκόσμια παραγωγή 3,4 εκατ. τόνων, επίπεδο ελαφρώς χαμηλότερο από την προηγούμενη χρονιά, αλλά πάνω από τον μέσο όρο της πενταετίας.
Η Ισπανία εξακολουθεί να καλύπτει περίπου το 40% της συνολικής παραγωγής, αν και η υπερβολική ζέστη του καλοκαιριού του 2025 περιορίζει μέρος της δυναμικής.
Στον αντίποδα, η Τυνησία αναμένεται να σημειώσει ρεκόρ, φτάνοντας τους 400.000 τόνους και απειλώντας να κατακτήσει τη δεύτερη θέση παγκοσμίως. Παράλληλα, η Ιταλία αναμένεται να ανακάμψει από την περσινή πτώση, καθώς οι καιρικές συνθήκες στη νότια χώρα ήταν ευνοϊκές για την ανάπτυξη των καρπών.
Ελλάδα: Προβλέπεται κάμψη στην παραγωγή
Στην Ελλάδα, η παραγωγή αναμένεται να μειωθεί λόγω της φυσικής εναλλαγής καρποφορίας, αλλά και της ξηρασίας που έπληξε βασικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές. Οι παραγωγοί βρίσκονται μπροστά σε ένα διπλό εμπόδιο: χαμηλές τιμές και περιορισμένη παραγωγή.
Η FAO υπογραμμίζει ότι η πορεία της αγοράς θα εξαρτηθεί τόσο από την ανάκαμψη της διεθνούς ζήτησης όσο και από τις κλιματικές συνθήκες των επόμενων μηνών.
Πτώση τιμών – Ευκαιρίες και κίνδυνοι
Η δραστική αποκλιμάκωση των τιμών μπορεί να ενισχύσει την εγχώρια κατανάλωση και να ενδυναμώσει τη θέση της Ελλάδας στις εξαγωγές, εφόσον διατηρηθεί η υψηλή ποιότητα του προϊόντος.
Ωστόσο, οι δασμοί σε αγορές-κλειδιά όπως οι ΗΠΑ δημιουργούν εμπόδια που ενδέχεται να περιορίσουν τις εξαγωγικές επιδόσεις.
Η κατανάλωση εν μέρει ανακάμπτει
Η παγκόσμια κατανάλωση ελαιολάδου δείχνει να ανακάμπτει σταδιακά, καθώς οι τιμές γίνονται πιο προσιτές. Παρ’ όλα αυτά, τα χαμηλά αποθέματα που συνοδεύουν την έναρξη της περιόδου 2025/26 δεν επιτρέπουν επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα του 2022/23. Το διεθνές εμπόριο αναμένεται να φτάσει τους 1,3 εκατ. τόνους – πιθανότατα ιστορικό υψηλό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα παραμείνει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας, με την Ισπανία να διαθέτει μεγάλες ποσότητες προς το εξωτερικό. Ταυτόχρονα, η Τυνησία ενισχύει το μερίδιό της χάρη στη ρεκόρ παραγωγή, ενώ η Τουρκία αναμένεται να μειώσει τις εξαγωγές της εξαιτίας της χαμηλότερης παραγωγής.
Οι παράγοντες που διαμορφώνουν το μέλλον του ελαιολάδου
Παρά την ανάκαμψη, ο κλάδος του ελαιολάδου αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις:
- Ακραία καιρικά φαινόμενα και ξηρασίες που μειώνουν αποδόσεις και απειλούν την ποιότητα.
- Κίνδυνος εξάπλωσης ασθενειών, όπως η Xylella fastidiosa, σε περιόδους παρατεταμένης ζέστης.
- Υψηλό κόστος παραγωγής, που πιέζει ιδιαίτερα τους μικροκαλλιεργητές.
- Αστάθεια στις εμπορικές πολιτικές, που μπορούν να επηρεάσουν την εξαγωγική δυναμική.
Η FAO επισημαίνει ότι σταθερές εμπορικές σχέσεις και αξιόπιστα κανονιστικά πλαίσια αποτελούν κλειδί για όσους επιδιώκουν ισχυρή παρουσία στις διεθνείς αγορές.
