Φλόγες στο Φαράγγι της Λεπίδας. Ο έρωτας που καίει τα μυστικά. Πληγές και πάθος στον κορμό του ανεμόμυλου

Μια συναρπαστική ερωτική νουβέλα όπου το πάθος συγκρούεται με την προδοσία, οι κοινωνικές ανισότητες φλέγονται στο άγριο τοπίο της Πελοποννήσου και η αλήθεια αναδύεται μέσα από τις σκιές του παρελθόντος.
Ζευγάρι σε κελάρι-zevgari se kelari gemini generated image j8gdj1j8gdj1j8gd

Η Θάλεια, μια γυναίκα παγιδευμένη σε έναν κόσμο πολυτέλειας και ψεύτικων χαμόγελων, συναντά τον Ιάσονα, έναν άντρα με χέρια σκληρά από τη δουλειά και την αδικία, που κρύβει ένα παρελθόν γεμάτο μυστικά και εκδίκηση. Η απαγορευμένη τους σχέση ξεδιπλώνεται στο μαγευτικό Φαράγγι της Λεπίδας, ανάμεσα σε καταρράκτες, ερείπια και δάση, οδηγώντας τους σε μια ανατροπή που θα ταράξει τις ζωές τους και θα φέρει στην επιφάνεια μια σκοτεινή οικογενειακή προδοσία.

Ο ήλιος έκαιγε, όταν η Θάλεια έφτασε στο παλιό πέτρινο σπίτι της οικογένειας του Νικηφόρου, σε μια απομακρυσμένη γωνιά της Πελοποννήσου, κοντά στο Φαράγγι της Λεπίδας. Ήταν το εξοχικό που της είχαν δώσει, μια εντολή μεταμφιεσμένη σε προτροπή: «Πάρε απόσταση από την πόλη, θα σε ωφελήσει».

Η Θάλεια βγήκε από το πολυτελές αυτοκίνητο με τα λινά φορέματα να της χαϊδεύουν το δέρμα. Τα δάχτυλά της ήταν στολισμένα με δαχτυλίδια ακριβών οίκων, και το βλέμμα της έκρυβε την απορία και την κούραση μιας ζωής που δεν είχε ποτέ επιλέξει.

Στην αυλή, τον είδε για πρώτη φορά: τον Ιάσονα. Ήταν ντυμένος με φθαρμένα τζιν και ένα λευκό πουκάμισο που άφηνε να φανεί το μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα και τα δυνατά του χέρια, γεμάτα σημάδια από λάδι και ξύλο. Κουβαλούσε ένα δοκάρι στον ώμο και τα μάτια του δεν έφυγαν στιγμή από πάνω της.

«Κυρία Θάλεια;» είπε με τη βραχνή φωνή που είχε τη δύναμη να ανατριχιάσει.

Το όνομά του ήχησε στον αέρα σαν υπόσχεση. «Ιάσονας», πρόσθεσε, «θα είμαι υπεύθυνος για τα ξύλινα κουφώματα.»

Ο κόσμος τους ήταν τόσο διαφορετικός, αλλά εκείνη τη στιγμή μια ανεξήγητη δύναμη τους έσπρωξε κοντά, σαν να ήταν γραφτό τους να συναντηθούν.

Το χάσμα που ένωνε

Η Θάλεια περπατούσε ανάμεσα στους εργάτες που δούλευαν στην αναπαλαίωση του σπιτιού. Το βλέμμα τους ήταν γεμάτο σεβασμό απέναντί της, αλλά κανείς δεν την κοιτούσε όπως εκείνος, ο Ιάσονας.

Τα χέρια του ήταν τραχιά, σκληρά από τα εργαλεία και τις ώρες κάτω από τον ήλιο. Η δική της ζωή ήταν γεμάτη από πολυτέλεια, κοσμήματα και δείπνα με ακριβά κρασιά. Και όμως, ένα αόρατο νήμα τους ένωσε — η ακατανίκητη επιθυμία για κάτι αληθινό, πέρα από τα ψεύτικα πρόσωπα και τις κούφιες υποσχέσεις.

Μια μέρα τον ακολούθησε μέχρι το φαράγγι της Λεπίδας, έναν τόπο μαγικό, άγριο και γεμάτο μυστήριο. Τον είδε να βουτάει γυμνός στον καταρράκτη, το νερό να κυλάει πάνω στο γεμάτο μύες σώμα του. Ήταν μια σκηνή που της ξύπνησε αισθήσεις που δεν ήξερε ότι είχε.

Από εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο.

Το βράδυ, μέσα στην παλιά αποθήκη κρασιών του σπιτιού, βρέθηκαν μόνοι. Το μισοσκόταδο έκανε τα πρόσωπά τους να μοιάζουν με σκιές.

Ο Ιάσονας πλησίασε τη Θάλεια, το σώμα του να ακουμπάει απαλά το δικό της. Το δέρμα του ήταν ζεστό, σχεδόν καυτό, ενώ τα χέρια του έπαιζαν με το μαλλί της, κατεβαίνοντας στην πλάτη της.

Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα φιλί που δεν ήθελε να τελειώσει. Το άρωμά της μπερδευόταν με το άρωμα της γης και του ξύλου, δημιουργώντας μια αίσθηση απελευθέρωσης και ταυτόχρονα απαγορευμένου πόθου.

«Δεν ξέρω πώς να σου πω αυτά που νιώθω», ψιθύρισε εκείνος, «αλλά ξέρω ότι δεν μπορώ να μείνω μακριά σου.»

Η Θάλεια έκλεισε τα μάτια, νιώθοντας το σώμα της να τρεμοπαίζει ανάμεσα στο πάθος και στον φόβο.

Τα ερείπια του παλιού ανεμόμυλου έγιναν το μυστικό τους καταφύγιο. Κάθε γωνιά του μύριζε μυστήριο και αρχέγονο πάθος.

Εκεί, χωρίς φόβο και χωρίς τις μάσκες που φορούσαν στον έξω κόσμο, το πάθος τους ξεχείλιζε.

Ο Ιάσονας την έπιασε από τη μέση, την τράβηξε κοντά του. Τα σώματά τους ενώθηκαν σαν να προσπαθούσαν να γίνουν ένα, να γκρεμίσουν τα τείχη που τους χώριζαν.

Η Θάλεια ένιωσε το δέρμα της να καίγεται από το άγγιγμά του, τα χείλη του να ακολουθούν κάθε καμπύλη, κάθε αναστεναγμό της.

Ήταν μια νύχτα όπου το σώμα και η ψυχή μπερδεύτηκαν σε μια γλυκιά θύελλα που μόνο το Φαράγγι της Λεπίδας μπορούσε να καταπιεί.

Η προειδοποίηση της Ζήνας

Η Ζήνα, μια γυναίκα που γνώριζε τα μυστικά του χωριού και τα βάρη του παρελθόντος, πλησίασε τη Θάλεια μια μέρα, ενώ εκείνη περίμενε στο καφενείο.

«Πρόσεχε, κοπέλα μου», της είπε με σοβαρότητα, «ο Ιάσονας δεν ήρθε μόνο για να επισκευάσει το σπίτι. Η ιστορία του πατέρα του με τον δικό σου άντρα, είναι βαριά και σκοτεινή. Πολλά από αυτά δεν έχουν σβήσει ακόμα.»

Η Θάλεια ένιωσε μια παγωμένη δόνηση να της διαπερνά τη ραχοκοκαλιά.

«Τι εννοείς;» ρώτησε, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή.

«Υπάρχουν μυστικά που μπορεί να σε σκοτώσουν πιο γρήγορα από το ξύλο που κουβαλάει αυτός ο άντρας.»

Κι όμως, αντί να την τρομάξει, η προειδοποίηση άναψε μέσα της μια σπίθα ακόμα πιο δυνατή.

Η αποκάλυψη του Θόδωρου

Ο Θόδωρος, ο σκληρός αδερφός του Ιάσονα, εμφανίστηκε στο σπίτι απρόσκλητος. Η παρουσία του ήταν βαρύς σαν σύννεφο πριν τη μπόρα.

«Δεν είσαι ευπρόσδεκτη εδώ», της είπε με μάτια που έκρυβαν οργή και αποστροφή.

«Θέλω να ξέρεις τι σημαίνει αυτή η σχέση», συνέχισε, «ο πατέρας μας φυλακίστηκε γιατί ο πεθερός σου τον κατήγγειλε. Το εργοστάσιο χάθηκε, η οικογένειά μας γκρεμίστηκε. Κι εσύ τώρα, με τη δική του κόρη, έρχεσαι να σπάσεις το τζάμι μιας προδοσίας που κρατάει χρόνια.»

Η Θάλεια ένιωσε το πάτωμα να γλιστρά κάτω από τα πόδια της.

«Ποιος σε εμπιστεύεται για να κρίνεις τι θα κάνω;» είπε με αποφασιστικότητα.

Μα η μάχη ήταν ήδη στο νου και στην καρδιά της.

Η παλιά επιστολή

Ένα απόγευμα, μέσα στο παλιό ξύλινο γραφείο, η Θάλεια ανακάλυψε ένα κιβώτιο γεμάτο παλιές επιστολές και έγγραφα.

Μια επιστολή έφερε το όνομα «Β. Α.» — τον πατέρα του Ιάσονα.

Μέσα, ο πατέρας καταγγέλλει τον πεθερό της Θάλειας για αδικίες, οικονομικές απάτες και προδοσία που τον οδήγησαν στη φυλακή.

Η καρδιά της πάγωσε καθώς διάβαζε:

«Με πρόδωσες, πατέρα. Εσύ ανέβηκες, εγώ κατέληξα πίσω από τα κάγκελα. Ζήτα συγγνώμη από τους γιους μου πριν να είναι αργά.»

Η ταφόπλακα που βρήκε αργότερα στο χωριό, με το όνομα του πατέρα και τα λόγια:

«Η σιωπή σου, η καταδίκη μου», ήταν το βαρύ μυστικό που κανείς δεν ήθελε να σπάσει.

Ο Νικηφόρος επέστρεψε ξαφνικά, ψυχρός και σκληρός όπως πάντα.

«Τι έμαθες;» ρώτησε χωρίς να κρύψει τον θυμό του.

Η Θάλεια στάθηκε όρθια, με το βλέμμα σταθερό.

«Όλα», απάντησε. «Και δεν θα επιτρέψω να με κρατήσεις φυλακισμένη.»

Έφυγε από το σπίτι, αφήνοντας πίσω της το παρελθόν και μια σχέση που ακόμα καίει.

Ο Ιάσονας χάθηκε μέσα στο φαράγγι, μα το σημάδι του έμεινε — μια χαραγμένη φράση στον κορμό του ανεμόμυλου:

«Μέσα σου μένω.»

Η Θάλεια έζησε τη ζωή της μακριά από τους πολέμους των ανθρώπων, γράφοντας ιστορίες γυναικών που, όπως κι αυτή, πέρασαν μέσα από τη φωτιά για να βρουν τη δική τους φωνή και αλήθεια.

Μυρτώ

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Exit mobile version