Αυτό που βιώνουμε τον τελευταίο χρόνο στην Παλιά Πόλη του Ναυπλίου δεν είναι απλώς δυσλειτουργία. Είναι η συστηματική εγκατάλειψη κάθε έννοιας δικαίου, κανόνα και σεβασμού. Πρόκειται για γενικευμένη κατάρρευση, που επιταχύνθηκε από την πλήρη απουσία ή αδυναμία πολιτικής βούλησης να εφαρμοστεί η νομιμότητα.

του Τάκη Πασσαλή
Η κρίση έχει γιγαντωθεί από την ανεξέλεγκτη, χωρίς σχέδιο και υποδομές τουριστική εκμετάλλευση, την απουσία ελέγχου της στάθμευσης και την καθημερινή παραβατικότητα που όχι μόνο παραμένει ατιμώρητη, αλλά σχεδόν έχει κανονικοποιηθεί, αποκτώντας χαρακτηριστικά απλής συνήθειας. Οι κανόνες είτε δεν υπάρχουν, είτε υπάρχουν μόνο στα χαρτιά – και ουδείς τους εφαρμόζει ή τους επιβλέπει.

- Κάθε στενό, δρόμος, ακόμα και πλατεία (Άγιος Σπυρίδωνας, Άγιος Νικόλαος) μετατρέπεται σε άτυπο πάρκινγκ.
- Οι πινακίδες που αφορούν τη στάθμευση έχουν πλέον διακοσμητικό χαρακτήρα.
- Οι πεζόδρομοι μόνο πεζόδρομοι δεν είναι.
- Το ωράριο φορτοεκφόρτωσης υπάρχει μόνο στα χαρτιά.
- Ο καθείς κάνει ό,τι θέλει – και λογαριασμό δεν δίνει σε κανέναν.

Δεν φταίει μόνο ο οδηγός που παρκάρει πάνω στη στροφή ή σε θέση ΑΜΕΑ. Φταίει το σύστημα που του το επιτρέπει ξανά και ξανά. Η ευθύνη είναι συλλογική και η ανοχή διαχρονική. Δεν πρόκειται απλώς για έλλειψη παιδείας ή ατομική αδιαφορία. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και αφορά την πλημμελή ή και πλήρη απουσία ελέγχου, τη σιωπηλή ανοχή και την παντελή απουσία πολιτικής βούλησης.
– Κάθε “πράσινη θέση” χωρίς αυτοκόλλητο, που σύμφωνα με παρατηρήσεις κατοίκων ξεπερνούν σε αναλογία το 70% των θέσεων σε ώρες αιχμής ή μεγάλης επισκεψιμότητας, κάθε δρόμος που κλείνει, κάθε πεζοδρόμιο που καταλαμβάνεται, είναι μία ακόμη απόδειξη της εγκατάλειψης ή μιας άνισης «τουριστικής ανάπτυξης», αγνοώντας ακόμα και παραγνωρίζοντας ότι υπάρχουν και κάτοικοι σ’ αυτή την πόλη που δικαιούνται να μένουν στα σπίτια τους.
– Οι μόνιμοι κάτοικοι κυριολεκτικά εκδιώκονται από την ίδια τους τη γειτονιά. Δεν μπορούν να σταθμεύσουν, να κινηθούν με ασφάλεια, ούτε να απολαύσουν τα στοιχειώδη της καθημερινότητάς τους. Οι οικογένειες αναγκάζονται, πολλές φορές, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ηλικιωμένοι αποκλείονται από την πρόσβαση στις υπηρεσίες και η καθημερινή ζωή διαβρώνεται από το αίσθημα ότι είναι ανεπιθύμητοι στον ίδιο τους τον τόπο. Η ασφυκτική πίεση μιας άναρχης τουριστικής μονοκαλλιέργειας δεν αφήνει περιθώριο για πραγματική κατοίκηση – μόνο για προσωρινή κατανάλωση.
Κι όμως, στην Παλιά Πόλη εξακολουθούν να ζουν όχι μόνο ηλικιωμένοι αλλά και – έστω λίγες – οικογένειες με μικρά παιδιά, που βλέπουν καθημερινά τη ζωή τους να γίνεται αβίωτη μέσα σε ένα χάος ανομίας και θορύβου.
Η Παλιά Πόλη έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης για μια θέση στάθμευσης – όχι επειδή κάποιοι είναι προνομιούχοι, αλλά επειδή έχει εγκαταλειφθεί κάθε έννοια οργάνωσης εδώ και χρόνια. Η αναλογία ανάμεσα στον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων στάθμευσης και των μονίμων κατοίκων με σήμα δεν είναι απλώς τεχνικό ή αριθμητικό ζήτημα. Είναι το σύμπτωμα ενός σχεδίου – ή μάλλον της απουσίας του – που στην πράξη αποκλείει τους κατοίκους από τον τόπο τους.
Αν κάποιοι ενοχλούνται από τη θέσπιση διαγραμμισμένων θέσεων επειδή δεν μπορούν να παρκάρουν παντού, ας τεθεί ευθέως το ερώτημα: Θέλουμε να κατοικείται η Παλιά Πόλη ή όχι; Γιατί χωρίς βασικές ρυθμίσεις – αποκλειστικές θέσεις, ώρες φορτοεκφόρτωσης, πρόβλεψη για τις μετακινήσεις των κατοίκων – κατοίκηση δεν μπορεί να υπάρξει. Θα απομείνει μόνο ένας “επισκέπτης”.
Η Παλιά Πόλη δεν αντέχει άλλο.
Αν δεν υπάρξει άμεση και συστηματική παρέμβαση — από την Τροχαία, τον Δήμο, την Περιφέρεια, όλους τους εμπλεκόμενους — το μόνο που θα απομείνει είναι ένα τουριστικό σκηνικό χωρίς ζωή, χωρίς κατοίκους, χωρίς κανόνες. Πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η στοχευμένη επιτήρηση των ζωνών στάθμευσης, η αυστηρή εφαρμογή του ωραρίου φορτοεκφόρτωσης, η καθημερινή εποπτεία στους πεζοδρόμους και η ενεργοποίηση όλων των προβλεπόμενων διοικητικών μέτρων.
Ιδιαίτερα προκλητική είναι και η απουσία της Δημοτικής Αστυνομίας, η οποία εξαγγέλθηκε, αλλά μέχρι σήμερα παραμένει στα χαρτιά, χωρίς καμία πρακτική λειτουργία ή παρουσία στην πόλη.
Και το χειρότερο: όταν οι κάτοικοι διεκδικούν τα αυτονόητα, κατηγορούνται για “προνόμια”. Το προνόμιο, όμως, είναι να μπορείς να παρκάρεις όπου να ’ναι, όποτε να ’ναι, και την ίδια στιγμή να απαιτείς να μη δοθεί καμία ειδική πρόνοια χάριν “ισονομίας”;
Αν θέλουμε ζωντανή πόλη, χρειάζονται κανόνες. Αν θέλουμε τουριστικό σκηνικό, να το πούμε ευθέως — και να ξέρουμε τι σημαίνει αυτό για όλους μας.
- Ο νόμος δεν εφαρμόζεται.
- Οι παραβάτες δεν ελέγχονται.
- Η ανομία βασιλεύει.
Ή μήπως αυτό ακριβώς τελικά βολεύει κάποιους;
Δεν είναι όλα προς πώληση και κυρίως το δικαίωμα να μείνουμε στον τόπο μας.