Το μικρό αρχιπέλαγος της Μάλτας περιλαμβάνει ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι της προϊστορικής αρχαιολογίας της Ευρώπης. Το πλούσιο έδαφος της Μάλτας σε ασβεστόλιθο με βραχώδες υπόστρωμα και η έλλειψη εναλλακτικών δομικών υλικών οδήγησε στην δημιουργία μεγαλιθικών ναών σε όλο το μήκος και πλάτος του νησιού.
Επιμέλεια: Κων/νος Χ.Τζιαμπάσης
Η κατασκευή τους ήταν μια βαθιά δήλωση της ταυτότητας της Μάλτας, δεδομένου ότι τέτοιες κατασκευές δεν υπάρχουν αλλού, εκτός από ορισμένες περιοχές της Σαρδηνίας. Η χρονολόγηση αυτών των πρώτων μνημείων αρχίζουν από την Νεολιθική Περίοδο και η χρήση συνεχίζεται και την εποχή του Χαλκού.

Η γεωμορφολογία της Μάλτας είναι κυρίως λοφώδης (μέγιστο υψόμετρο 260 μ.) με μικρές κοιλάδες και λιμάνια. Το κλίμα είναι ημίξηρο, με μόνο εποχιακές διακυμάνσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση βιολογικών πόρων. Η θαλασσοταραχή στο Κανάλι της Σικελίας θα σήμαινε επίσης εποχιακή απομόνωση του νησιού, ειδικά το χειμώνα. Αυτές οι συνθήκες θα έκαναν τους κατοίκους της Μάλτας να εξαρτώνται από τις γειτονικές περιοχές, ιδίως τη Σικελία και την Τυνησία, σε περίπτωση έλλειψης πόρων. Οι ναοί, σημαντική πηγή πληροφοριών, μας δείχνουν ένα χαρακτηριστικό τύπο προϊστορικής τέχνης και μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε την αξία την Μάλτας και την προσφορά της στο μεσογειακό πολιτισμό.
Επτά είναι οι κυριότεροι μεγαλιθικοί ναοί που βρίσκονται στα νησιά της Μάλτας και του Γκόζο. Το συγκρότημα Ggantija στο νησί Gozo είναι αξιοσημείωτο για τα υπεράνθρωπα επιτεύγματα που χρονολογούνται από το 3.600 π.Χ. (εποχή του Χαλκού). Στο νησί της Μάλτας, οι ναοί Ηaġar Qim, Mnajdra και Tarxien είναι μοναδικά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, δεδομένων των πολύ περιορισμένων πόρων του νησιού. Οι ναοί Hagrat και Skorba μαρτυρούν την εξάπλωση της παράδοσης των ναών αυτού του τύπου στη Μάλτα. Το Hal Saflieni Hypogeum είναι μια τεράστια υπόγεια κατασκευή ιδιαίτερης σημασίας για την Μαλτέζικη αρχαιολογία αλλά και γενικά για την προϊστορική αρχαιολογία, καθώς θωρείται ο πρώτος υπόγειος ναός του κόσμου.

Συνοπτικά αναφέρονται δύο συμπλέγματα ναών, οι Ggantija Temples και οι Haġar Qim. Και οι δύο αρχαιολογικοί χώροι συμπεριλαμβάνονται στην λίστα των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.

Οι ναοί Ggantija αποτελούν το πιο εντυπωσιακό συγκρότημα και βρίσκονται στο Gozo. Τα ερείπια είχαν ήδη παρατηρηθεί από το 1772 και τα υπολείμματα «καθαρίστηκαν» το 1827 κάτω από την επίβλεψη του συνταγματάρχη Otto Bayer. Κεραμικά ή άλλα ευρήματα δεν διασώθηκαν, εκτός από ένα μικρό αριθμό αντικειμένων. Το συγκρότημα αποτελείται από δύο ναούς. Το μεγαλύτερο νότιο τμήμα ανήκει σε παλαιότερη φάση. Η πρόσοψή του βρίσκεται αποκατεστημένη σε ύψος 6 μέτρων. Ο δρόμος πίσω από το ναό είναι κλειστός με μια σκαλωσιά, για να υποστηρίξει προσωρινά το τείχος.

Οι ναοί Ħaġar Qim βρίσκονται στην κορυφή ενός λόφου με θέα στη θάλασσα στο νότιο τμήμα της Μάλτας. Τα υψηλότερα μεγαλιθικά τμήματα των ναών αυτών είναι ορατά από το ναό Mnajdra κοντά στην ακτή. Ο Abela αναφέρει ήδη την περιοχή το 1647. Ενώ, ο Ι.Ο. Vance άνοιξε το χώρο το 1851. Το 1885 Α.Α. Caruana συνέχισε τις ανασκαφές. Περισσότερες και πιο συστηματικές ανασκαφές έγιναν από τον Sir Zammit και ΤΕ Peet το 1909. Μεταξύ 1947-1950 ο διευθυντής του Μουσείου, Δρ. Baldacchino οργάνωσε ένα πρόγραμμα συντήρησης και αποκατάστασης, όπου κάποιοι ογκόλιθοι καλύφθηκαν με τσιμέντο. Η πρόσοψη ανοικοδομήθηκε εν μέρει και τέσσερα ακέφαλα αγάλματα ανακαλύφθηκαν. Το συγκρότημα Ħaġar Qim αποτελείται από τέσσερα ξεχωριστά κτίρια. Το σχέδιο του κεντρικού κτιρίου είναι μοναδικό σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ναούς της Μάλτας. Οι αψίδες επεκτάθηκαν από το κέντρο προς νότιο – δυτικά. Ο χώρος είχε χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια ολόκληρης της Εποχής του Χαλκού, με πολλές προσθήκες και τροποποιήσεις μεταξύ 3.600 – 2.500 π.Χ. .

Οι πρώτες ενδείξεις για την ύπαρξη ναών εμφανίστηκαν το 1931. Ωστόσο, η πρώτη ανασκαφή ξεκίνησε το 1915 και συνεχίστηκε μέχρι το καλοκαίρι του 1916. Παρά τα προβλήματα που εμφανίστηκαν κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το 1914 με 1918 οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και το 1917 και 1918. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες οι ανασκαφές τελείωσαν το 1919. Κατά την περίοδο 1915 και 1916 πραγματοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των ανασκαφών καθώς αποκαλύφθηκε το κεντρικό και το νότιο μέρος των ναών. Επιπλέον την ίδια χρονιά ο Zammit εξέδωσε τη πρώτη επίσημη επιστημονική αναφορά επισημαίνοντας την σημαντικότητα του χώρου για την μαλτέζικη αρχαιολογία. Με το έργο του Zammit ολοκληρώθηκε η πρώτη επίσημη ανασκαφή στην Μάλτα και μας βοήθησε να κατανοήσουμε την προϊστορία του νησιού. Επίσης, οι ναοί Tarxien λειτούργησαν ως πρωτοποριακό εργαστήριο για τον έλεγχο των αναστηλωτικών εργασιών. Ο Zammit χρησιμοποίησε αυθεντικό υλικό για την ολοκλήρωση της αναστήλωσης. Από το 1919 και έπειτα δεν πραγματοποιήθηκαν μεγάλες αλλαγές στον χώρο. Κατά την διάρκεια του 1918 και 1919 αποκαλύφθηκε το ανατολικό μέρος των ναών. Το 1929 ο Thomas Ashby προσπάθησε να καταλάβει και να εξηγήσει την χρονολογική σχέση μεταξύ των διαφορετικών τύπων των ναών που ανήκουν στο συγκρότημα. Το έργο του Ashby συνεχίστηκε από τον Evans το 1954 και από τον Trump το 1958. Το 1997 κατά την διάρκεια της ανασκαφής που πραγματοποιήθηκε από το μουσείο αποκαλύφθηκε μια αψίδα, η οποία, ωστόσο, επικαλύφτηκε για λόγους προστασίας.

Η περιοχή που βρίσκονται οι ναοί δεν θυμίζει σε τίποτα το προϊστορικό τοπίο. Σήμερα, οι ναοί βρίσκονται σε μια κοιλότητα και γύρο από τους ναούς υπάρχουν μοντέρνα κτήρια. Με το πέρασμα των αιώνων η γη καλλιεργήθηκε και έτσι καταχώθηκαν οι ναοί. Για την τοποθεσία των ναών οι προϊστορικοί άνθρωποι ήταν πολύ προσεκτικοί και έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στον φυσικό ορίζοντα, στον σχεδιασμό, αλλά και στον προσανατολισμό. Η τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε εκείνη την περίοδο για την οικοδόμηση των ναών είναι μοναδική.

Αρχαιολογικά στοιχεία από τη Μάλτα κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών χαρακτηρίζονται από την αφθονία σε μνημειακά κτίρια. Αρκετοί είναι οι αρχαιολόγοι που ανάσκαψαν τους ναούς και ακόμα περισσότεροι οι μελετητές που προσπάθησαν και προσπαθούν να δώσουν καίριες απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα που αφοράν την κατανόηση τόσο του τρόπου κατασκευής όσο και της χρήσης των ναών αυτών. Με περαιτέρω έρευνα, υποθέσεις, μελέτες και αναλύσεις θα πρέπει να απαντηθούν ερωτήματα τόσο για την θρησκεία και τον τρόπο λατρείας των συγκεκριμένων περιόδων, όσο και για την προέλευση των κατοίκων του νησιού, τον τρόπο ζωής και τις σχέσεις με τους άλλους λαούς της Μεσογείου.
Βιβλιογραφία:
Claudia Sagona, 2015, The Archaeology of Malta: From the Neolithic through the Roman Period (Cambridge World Archaeology) ;
*Ο Κων/νος Χ.Τζιαμπάσης είναι Αρχαιολόγος