home design 800Χ400

Αυτός ο Νεοέλληνας φιλότιμο δεν έχει

Γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

|

Χρόνος ανάγνωσης

7 λεπτά

|

0 Σχόλια στο Αυτός ο Νεοέλληνας φιλότιμο δεν έχει

Είχα έναν καθηγητή στο εξατάξιο Γυμνάσιο, που μας μίλαγε για τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα:

«Αφού τελείωσα το Γυμνάσιο, κάποιος οικογενειακός φίλος μού βρήκε δουλειά στο Σχέδιο Μάρσαλ. Όμως, μετά από λίγο με επιστράτευσαν, να λάβω μέρος στις επιχειρήσεις».

Διακόπτω προς στιγμή την διήγησή του για να δώσω μερικά στοιχεία για το τι ήτανε το Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή από το 1948.

Επρόκειτο για οικονομική βοήθεια που χορηγήθηκε σε χώρες της Ευρώπης. Αποσκοπούσε αφενός στην τόνωση των οικονομιών τους, (που με σημαντικά δάνεια χρηματοδότησαν έτσι τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο αγορές τους) και αφετέρου, εξυπηρετούσε άμεσα την αμερικανική εξωτερική πολιτική, που επιθυμούσε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να περιέλθουν οι χώρες αυτές, εξαιτίας ανέχειας, στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.

Και συνεχίζω με την διήγηση του καθηγητή:

«Κάποια στιγμή τελείωσε ο πόλεμος, απολύθηκα από τον στρατό και γύρισα να πιάσω και πάλι δουλειά. Στα γραφεία που πήγα έψαξα για κάποιον γνωστό αλλά δεν βρήκα κανέναν. Ζήτησα να δω τον προϊστάμενο και με έστειλαν σε κάποιον. Του εξήγησα ότι πριν να με επιστρατεύσουν δούλευα εκεί. Τότε αυτός, μού απάντησε προσβλητικά:

-Όλους αυτούς που δούλευαν τότε τους διώξαμε. Ήσαν όλοι κλέφτες!

Δεν κρατήθηκα τότε κι εγώ και τού απάντησα:

-Και τι έγινε, δηλαδή, αλλάξανε βάρδια οι κλέφτες;».

Άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις

Όλα σ’ αυτό το κράτος ξεκίνησαν λάθος και ό,τι ξεκινάει λάθος δεν υπάρχει περίπτωση να σιάξει στην πορεία. Ένα κράτος που ιδρύθηκε μετά από μια Επανάσταση για να απελευθερωθούμε από τον Σουλτάνο και το πετύχαμε βάζοντας άλλους αφέντες στο κεφάλι μας. Ένα κράτος, που από τα ψηλά στα χαμηλά, κυριαρχούσε από τη γέννησή του το «Άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις». Ας πιάσουμε, πρώτα, απ’ τα ψηλά…

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Χιώτη εμπόρου Αλέξανδρου Κοντόσταυλου, που κατηγορήθηκε, καταδικάστηκε αλλά, τελικά, βγήκε και από πάνω:

Προσκλητήριο για την αποχαιρετιστήρια δεξίωση προς τιμήν του Γάλλου στρατάρχη Νικόλαου – Ιωσήφ Μεζόν στο μέγαρο Κοντόσταυλου.

Ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος το 1826, στάλθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας στην Αμερική για να επιβλέψει τη ναυπήγηση

δύο φρεγατών. Τελικά ναυπηγήθηκε μόνο μία, γι’ αυτό και κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε δημόσιο χρήμα.

Το 1828, διορίστηκε από τον Καποδίστρια μέλος της Οικονομικής επιτροπής και στάλθηκε στη Μάλτα, απ’ όπου και αγόρασε τα μηχανήματα του πρώτου νομισματοκοπείου. Το 1834 φιλοξένησε προσωρινά τον Όθωνα, στην οικία του, που βρισκόταν μεταξύ των οδών Σταδίου και Κολοκοτρώνη, εκεί που είναι σήμερα η Παλαιά Βουλή. Ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος κατηγορήθηκε τότε ότι κερδοσκόπησε εις βάρος της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τις φρεγάτες και ότι με τα χρήματα αυτά έχτισε, σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Κλεάνθη και Σάουμπερτ, την τριώροφη έπαυλή του, στην Αθήνα. Αγόρασε, ακόμα, μεγάλες αγροτικές εκτάσεις στην Εύβοια από το Αλιβέρι μέχρι το Δύστο… Ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς υποστηρίζει ότι ο Κοντόσταυλος εξαγοράστηκε με μεγάλα χρηματικά ποσά από τους Αμερικανούς για να μην εφαρμόσει τις ρήτρες της συμφωνίας και ότι έτσι βρήκε τα χρήματα για να κατασκευάσει το μέγαρό του.

Για την περίπτωση κυκλοφόρησε τότε το σατυρικό τετράστιχο:

Ο οίκος σου Κοντόσταυλε

μακρόθεν ομοιάζει

τρίκροτον εξ’ Αμερικής

εξ’ ού αυτός πηγάζει…

Το 1835, δικάστηκε για διαφθορά κατά τη ναυπήγηση των πλοίων και για την αγορά του νομισματοκοπείου. Καταδικάστηκε να επιστρέψει 174.000 δραχμές. Μετά την καταδίκη του κατέφυγε στην… Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, όπου επαναλήφθηκε η δίκη του και αποκαταστάθηκε. Επί κυβέρνησης τού Δημητρίου Βούλγαρη (1855), τού γνωστού και ως «Άστε ντούε ου» (αρβ. Γιατί έτσι μου γουστάρει), ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών και στη συνέχεια διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος (1856). Εγγονή του διετέλεσε, επί Γεωργίου Α΄ Μεγάλη Κυρία της Βασιλικής Αυλής…

Δεν ξέρω γιατί η παραπάνω ιστορία μού φέρνει στο νου το Νίκο Σταυρίδη, όπου, 100 χρόνια μετά, εξηγεί σε συγκρατούμενους τη λειτουργία της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα (ταινία «Οι Παπατζήδες – 1954»):

Έκλεψες στην Ελλάδα; Οι ποινές:

Ληστές, Οροφύλακες & πολιτικά όργανα

“ΤΟ ΒΗΜΑ», 20 Μαρτίου 1958, Ιστορικό Αρχείο “ΤΟ ΒΗΜΑ” | “ΤΑ ΝΕΑ”

“ΤΟ ΒΗΜΑ», 20 Μαρτίου 1958, Ιστορικό Αρχείο “ΤΟ ΒΗΜΑ” | “ΤΑ ΝΕΑ”

Αλλά, όπως προείπα, και στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα η κλεψιά ήταν συνήθεια εγγενής. Μόνο που εκεί τους έσπρωχνε η ανάγκη. Και μπορεί μετά την Απελευθέρωση να μην υπήρχαν Τούρκοι στους κάμπους, συνέχισαν όμως να υπάρχουν κοτζαμπάσηδες. Έτσι, τα βουνά γέμισαν και πάλι κλέφτες. Και το κράτος άλλους έκοβε στη λαιμητόμο και σ’ άλλους έδινε «αρματολίκι», δηλαδή τους όριζε… Οροφύλακες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μάλιστα, έπαιζαν και σημαντικό πολιτικό ρόλο, όπως ο αρχιλήσταρχος Κυριάκος, που στα «Ιουνιανά» του 1863, υπερασπιζόταν με τους «Πεδινούς» του Δημητρίου Βούλγαρη την… Εθνική Τράπεζα!

Ληστής Κυριάκος Μαλισόβας, 1863. Φωτογραφία: Πέτρος Μωραΐτης, Συλλογή: Νικολάου Τόλη.

Ληστής Κυριάκος Μαλισόβας, 1863. Φωτογραφία: Πέτρος Μωραΐτης, Συλλογή: Νικολάου Τόλη.

Ο Γεώργιος Σουρής (1853 – 1919),με το ποίημά του «Δυστυχία σου Ελλάς»(1902) διεκτραγωδεί την κατάσταση της χώρας, στις αρχές του 20ου αιώνα:

Ποιος είδε κράτος λιγοστό

σ’ όλη τη γη μοναδικό,

εκατό να εξοδεύει

και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς,

νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,

ταμείο δίχως χρήματα

και δόξης τόσα μνήματα;

Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά

και να σε κλέβουν φανερά,

κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε

τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν

ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,

οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν

δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,

κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.

Κι από προσπάππου κι από παππού

συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-

να παριστάνει τον ευρωπαίο.

Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει

στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,

ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.

Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,

λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Και ψωμοτύρι και για καφέ

το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».

Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς

σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς,

με τα τέκνα που γεννάς!

Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,

τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Διευκρινίζω πως δεν γράφω κοινωνιολογική πραγματεία πάνω στο θέμα, γιατί, φοβούμαι πως τα 68 μου χρόνια δεν μου επιτρέπουν να αισιοδοξώ για υπερβολική μακροημέρευση, ώστε να προλάβω να την ολοκληρώσω με μια πολύτομη έκδοση (που δεν θα διαβάσει κανείς…). Ένα απλό άρθρο μόνο φτιάχνω, περισσότερο για να ξεσπάσω, λέγοντας αλήθειες που πονάνε, όσους έχουν ακόμα έγνοια γι’ αυτή τη χώρα και φιλότιμο, ώστε να επισημάνω την αβελτηρία της νεοελληνικής κοινωνίας, που ποτέ δεν ήταν καλύτερη και μάλλον, μετά την κρίση και το τέλος της εποχής με τις παχιές αγελάδες χειροτέρεψε.

Και επειδή η πλειοψηφία υμών έχει οξυμένα αντανακλαστικά όσον αφορά τα γεγονότα του 20ου αιώνα, αποφεύγω συνειδητά να αναφέρω παραδείγματα αυτών των χρόνων. Άλλωστε, ο καθένας, από την οικογένειά του και από την δική του οπτική, έχει μέσες – άκρες πληροφόρηση και άποψη για τα διαδραματισθέντα του αιώνα που μας πέρασε. Και το χειρότερο είναι, πως οι περισσότεροι από ‘μας, στην προσπάθεια της καθημερινής επιβίωσης, έχουμε αποκτήσει γονιδιακά το συνήθειο να βλέπουμε την «καμπούρα» των άλλων και όχι την δική μας, όντες αδέκαστοι όταν κρίνουμε τους άλλους και ελαστικοί με τον εαυτό μας. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εμείς απαρτίζουμε την Νεοελληνική κοινωνία, εμείς την χαλάμε κι εμείς θα μπορούσαμε, άμα θέλουμε, να την κάνουμε καλύτερη…

Γι’ αυτό ας προβληματισθούμε με τον στίχο της Γαλάτειας Καζαντζάκη:

«Μ’ από την κόλασή μου στο φωνάζω: εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.»

Έτσι, ως επίλογο των παραπάνω, κάθισα κι έγραψα κάποιους στίχους, που τους κάναμε τραγούδι με τον φίλο μου Θεόφιλο Μετασίδη, όπου προσπαθώ να σκιαγραφήσω τον βολεψάκια Νεοέλληνα του σήμερα, που από την μια μεριά διεκδικεί ρόλο κριτή των πάντων και από την άλλη, ανάλογα με την περίπτωση και όπως τον βολεύει, συμπεριφέρεται, ξεπουλώντας χωρίς ντροπή τους πάντες και τα πάντα:

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας.

Σχόλια

Exit mobile version