Πριν από 6Ο περίπου χρόνια ξεκίνησε ο θεσμός των Πανελληνίων ή Πανελλαδικών εξετάσεων, όπως τις ονόμασαν αργότερα, όπου μέσα από τις διαδικασίες τους πέρασαν πολλές γενιές μαθητών/τριών, με θετικές αλλά και αρνητικές αναμνήσεις, όπως και ανάλογες απόψεις για αυτές.
Ο συγκεκριμένος θεσμός είχε ασφαλώς τις θετικές πλευρές του, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του, αλλά και τις πολλές αρνητικές, που με τον καιρό πολλαπλασιάζονταν, σε σημείο σήμερα, που οι πολλοί να αποδομούν τους μύθους που τον συνοδεύουν και να επιχειρηματολογούν για την αναγκαιότητα της άμεσης κατάργησής του. Και είναι προφανώς ορθή και λογική η άποψη υπέρ της κατάργησης και αντικατάστασης ενός θεσμού, που είναι πλέον ξεπερασμένος από τις εξελίξεις και τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Το πρώτο και πλέον σοβαρό επιχείρημα είναι πως οι πανελλαδικές ακύρωσαν ουσιαστικά το Λύκειο ως βασική δομή του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αφού οι μαθητές ενδιαφέρονται μόνο για τα εξεταζόμενα μαθήματα, για τα οποία μάλιστα «εκπαιδεύονται» στα φροντιστήρια, ομαδικά ή ατομικά, ανάλογα με το οικογενειακό βαλάντιο. Το Λύκειο συνηθέστατα αντιμετωπίζεται ως η τυπική διαδικασία για το απολυτήριο και για τούτο προκαλούνται σωρεία προβλημάτων ως προς τη λειτουργία του. Ειλικρινά, έχω την άποψη πως, αν καταργηθεί το απουσιολόγιο, το Λύκειο μάλλον δε θα ‘χει μαθητές, ιδιαίτερα στις δύο τελευταίες τάξεις του.
Από την άλλη, είναι απολύτως βέβαιο ότι ο παράγων «τύχη» διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο επιτυχίας ή μη και ιδιαίτερα για τις σχολές υψηλής βαθμολογίας, αφού αυτή συνδέεται με την υποκειμενική κρίση του διορθωτή, αλλά και από πολλούς άλλους παράγοντες.
Να προσθέσω ακόμα τη δυνατότητα που είχαν και έχουν πολλοί, που δεν <πέτυχαν> στις πανελλαδικές, να φοιτήσουν και να λάβουν πτυχίο από οποιαδήποτε χώρα και πανεπιστήμιο, όχι βέβαια και κατά κανόνα από αγάπη για την επιστήμη, αλλά την προοπτική προσοδοφόρας επαγγελματικής αποκατάστασης. Γι’ αυτό και επιλέγονται πανεπιστήμια χαμηλής δυσκολίας και σχολές που προσφέρουν εύκολα πτυχία και βεβαιότητα αποκατάστασης στην
πατρίδα μας, όπου ως γνωστόν απουσιάζουν οι ουσιαστικοί έλεγχοι, για προφανείς πελατειακούς λόγους.
Να τονίσω ακόμα πως στις σχολές υψηλής ζήτησης (ιατρικές κλπ) στο δεύτερο έτος διπλασιάζονται οι φοιτητές και στο έκτο τετραπλασιάζονται, με την χρησιμοποίηση διαφόρων μεθόδων εγγραφής από πανεπιστήμια του εξωτερικού, χωρίς κανείς να αντιδρά, γιατί υπάρχει και η κομματική πελατεία. Για ποια αντικειμενικότητα, δικαιοσύνη και ισότητα των Πανελλαδικών εξετάσεων, λοιπόν, μιλάμε;
Τέλος, τα δεκάδες κολέγια που λειτουργούν στην πατρίδα μας, ουσιαστικά ανεξέλεγκτα, που, όμως, προσφέρουν ισότιμη με τα εγχώρια πανεπιστήμια επαγγελματική παρουσία, οι δυνατότητες προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών με αλληλογραφία οπουδήποτε στον κόσμο τα «ανοικτά», τα «ελεύθερα», τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, όλα αυτά αποτελούν το νέο πλαίσιο, τη νέα πραγματικότητα, στην οποία δεν έχουν κανένα λόγο παρουσίας οι πανελλαδικές εξετάσεις.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι το θεσμικό πλαίσιο και η αυστηρή εφαρμογή του, όπου κατά κανόνα πάσχουμε, προσαρμοσμένο στη σύγχρονη πραγματικότητα και τα διεθνώς κρατούντα. Κατάργηση των Πανελλαδικών εξετάσεων, λοιπόν, αυτονομία και αξιολόγηση της φοίτησης στο Λύκειο για το σύνολο των μαθημάτων, προτεραιότητα και στήριξη της τεχνικής εκπαίδευσης, ουσιαστική κατοχύρωση του αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων, ενδελεχής έλεγχος πτυχίων και μεταπτυχιακών τίτλων. Κύρια, όμως, είναι αναγκαίο να υπάρξει συνεχής και ουσιαστική αξιολόγηση εκπαιδευτικών δομών και εκπαιδευτικών. Υπάρχει η διάθεση και το θάρρος για δημιουργική σύγκρουση, για ουσιαστικές και βαθιές αλλαγές, για το μεγάλο και εκσυγχρονιστικό βή μα στην εκπαίδευση; ΄Ιδωμεν…