home design800Χ400

home design 1170Χ320

Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία

banner efxes anagn

|

Χρόνος ανάγνωσης

13 λεπτά

|

0 Σχόλια στο Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία
Χριστουγεννιάτικη Ιστορία

Ο Παππούς ήταν χρόνια νοσηλευτής στην Αμερική. Η μητέρα μου χαιρόταν που θα ερχόταν ο αδελφός της στις γιορτές των Χριστουγέννων να γιορτάσει μαζί μας. Τα παιδιά μου τον  λέγανε παππού αλλά ήταν αδελφός της μητέρας μου ο οποίος  δεν είχε δικά του παιδιά άρα ήταν Θειόπαππος και με την μητέρα μου αλληλογραφούσε συχνά και τα τελευταία χρόνια επικοινωνούσαν τηλεφωνικά ακόμα συχνότερα καθώς είχε μείνει μόνος στην ξενητιά αφότου πέθανε και η γυναίκα του πριν από 5 χρόνια  από την παληαρρώστια.

Τώρα ήταν εβδομηντάρης, μετρίου αναστήματος και λίγο τροφαντός στην κοιλιά με μια στρογγυλάδα που δεν προοιώνιζε καλή κατάσταση για την καρδιά του. Η μητέρα μου πάντα τον μάλωνε γιατί έτρωγε παραπάνω και ανησυχούσε για την υγεία του. Κατά τα άλλα ήταν ένας πρόσχαρος άνθρωπος από αυτούς που θέλεις να σε καλωσορίζουν στα ψυχρά νοσοκομεία όταν μπαίνεις έντρομος και αυτοί οι χαρακτήρες σου φτιάνουν την διάθεση με τα επιφανειακά αλλά εύστοχα αστεία τους που σου αποσπούν το μυαλό από την προσωπική σου αγωνία για την κατάστασή σου.

Τα τελευταία δέκα χρόνια εργαζόταν σε γηροκομείο στις Μέσες Πολιτείες, στην Aiwa  (΄Αιοβα) και αφού πρόσφατα είχε πάρει την σύνταξή του είχε λίγο χρόνο για να επισκεφτεί την αγαπημένη του αδελφή πίσω στην Πατρίδα.

 Τον Θειόπαππο τον φιλοξενούσε η γιαγιά στο σπίτι της και τώρα μιάς και καθόμασταν μετά το γιορτινό φαγητό στο σαλόνι, η μικρή μου 9χρονη κόρη ακούγοντάς τον να μιλάει για τα μέρη που είχε επισκεφτεί σε όλον τον κόσμο, τον ρώτησε ξαφνικά: Παππού πες μας μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία της Αμερικής!

Ο παππούς δεν ήθελε πολύ, την πήρε και την κάθισε στα γόνατά του και ξεκίνησε να ιστορεί όπως τον παληό καλό καιρό που καθόταν η οικογένεια στο τζάκι, στο μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού που ήταν σαλόνι, τραπεζαρία και κρεββατοκάμαρα μαζί  και άρχισε να μιλάει.

Ήταν κάποια Χριστούγεννα σαν κι’ αυτά, Είχα χάσει την γυναίκα μου την Αρλήν που ήταν άρρωστη πολύ καιρό. Μια κρύα σκοτεινή βραδυά, με έστειλαν σε μια κυρία 102 ετών σε μια πολύ καλή συνοικία της Άιοα να δώσω κάποια φάρμακα. Περίμενα να βρω μια εξασθενημένη γυναίκα, αλλά βρήκα μια πολύ αξιοπρεπή παρουσία, που καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι αλλά μπορούσε να σηκωθεί με λίγη βοήθεια και μπορούσε να κάνει κάποια βήματα εάν στηριζόταν σε κάποιον. Πολύ γλυκειά γυναίκα που είχε διατηρήσει τα όμορφα χαρακτηριστικά της και είχε κομψότητα και χάρη και στους τρόπους της. Ήταν αδύνατη και ψηλή Σκανδιναυικής καταγωγής, την έλεγαν Ίνγκριντ. Εγώ όπως ξέρετε κάνω χιούμορ και θέλω να γελούν οι ασθενείς, κάνω ό,τι μπορώ να απαλύνω τον πόνο του άλλου, και όπως μου έχουν πει,  έχω ασθενείς που με αναζητούν όταν για κάποιον λόγο δεν πηγαίνω να τους κάνω μια ένεση για το ζάχαρο ή να τους δώσω τα φάρμακά τους.

– Θέλουμε τον Πέτερ λένε στην αφεντικίνα μου και μιάς και είμαι senior employee στην δουλειά και είχα κάνει και μια κατάρτιση Κλόουν σε Νοσοκομεία ένα εξάμηνο, με χρησιμοποιούν συχνά για ανθρώπους με ήπια κατάθλιψη και άλλα ψυχολογικά dysfunctions, πώς να το πω;

Δυσλειτουργίες, πετάχτηκε η γιαγιά που χαιρόταν να είναι ο μεταφραστής του αδελφού της.

Yeaah, δυσλειτουργίες, συνέχισε ο παππούς.

Η κόρη μου είχε κρεμαστεί από τα χείλη του. Ήμουν χωρισμένη και ο πατέρας μου είχε πεθάνει όταν ήμουν νέα, έτσι η κόρη μου δεν είχε πολλές ευκαιρίες να είναι κοντά σε μια πατρική φιγούρα, να ακούει την φωνή του, να παρατηρεί το μούσι του, τις ρυτίδες του και την κοιλιά του από τόσο κοντά. Ήμασταν βασικά τρείς γυναίκες μέσ’ στο σπίτι και πραγματικά ο Θειόπαπος χαιρόταν που βρισκόταν μαζί με την μοναδική οικογένεια της ζωής του. Μόνο που έπρεπε να περάσει έναν ωκεανό για να μας δεί. Σπάνια πια πήγαινε η αδελφή του να τον δεί και όποτε τον επισκεπτόταν γυρνούσε όλο και πιο σκεπτική. –«Δεν προσέχει τον εαυτό του, αφ’ ότου χάθηκε η Αρλίν δεν μαγειρεύει, έχει αφεθεί, άντρας μόνος, χήρος, τς, τς, τς, φτωχή υγεία. Ανησυχώ.»

… – Σ’ αυτή την κυρία λοιπόν, συνέχισε ο Θειόπαππος, των εκατόν δύο  χρονών, έγινα απαραίτητος, και όχι μόνον εγώ έγινα απαραίτητος, αλλά σιγά – σιγά μου έγινε και εμένα απαραίτητη. Περίμενα τις Τετάρτες που θα την επισκεπτόμουν, γιατί είχα έναν άνθρωπο να ανοίξω το τάπερ μου με το φαγητό μου και να φάμε μαζί, στο σπιτάκι της, ένα δωμάτιο πίσω από ένα μεγαλύτερο σπίτι με κήπο. Μπροστά έμενε ο γιός μιας καλής της φίλης, με την οικογένειά του που τον αποκαλούσε «ανηψιό» και η κα Ίνγκριντ φιλοξενούνταν στην πίσω αυλή σε ενάμισυ δωμάτιο με ξεχωριστή είσοδο αλλά μοιράζονταν τον ίδιο κήπο. Τυπικό, αμερικάνικο σπίτι  των απέραντων πεδιάδων με αραποσίτια.

…Μου εξιστόρισε σιγά – σιγά και την ζωή της, ο άντρας της πέθανε από καρκίνο, το ίδιο και τα τρία της παιδιά, της έμεινε μόνο ο τέταρτος γιός που είχε κάνει οικογένεια και είχε μια κόρη, αλλά δεν μου ανέφερε ποτέ αν την επισκεπτόταν. Ο γιός της νεώτερης φίλης της, ο Τζόν, αυτός που τον έλεγε ανηψιό, που ήταν γύρω στα πενήντα, ήταν δίπλα της στο σπίτι και αν αυτή χρειαζόταν κάτι στρεφόταν σε εκείνον, που κι εκείνος είχε γυναίκα και παιδί αλλά είχε την καλοσύνη να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν και αυτή αισθανόταν μια ασφάλεια κοντά σ’αυτήν την οικογένεια.

Τέλος πάντων με τις εβδομαδιαίες νοσηλευτικές μου επισκέψεις γνωριστήκαμε σιγά – σιγά. Πέρισυ  τον Αύγουστο θα γιόρταζε τα 102 γενέθλιά της. Ήθελε να κάνει μια μεγάλη γιορτή σε ένα ρεστοράν και θεώρησα τιμή μου που με κάλεσε. Αν και σκέφτηκα ότι, όταν οι γέροι κάνουν μεγάλα και γιορτινά τραπέζια όπου καλούν όλη την οικογένεια, κατά κανόνα κάνουν και ένα Grand Finale από την ζωή. Πήγα όμως και η Ίνγκριντ είχε καταχαρεί που ήταν όλοι οι συγγενείς της εκεί. Γνώρισα από κοντά τον γιό της, την γυναίκα του που είχε όμορφα χαρακτηριστικά ινδιάνας και την δεκαεξάχρονη κόρη τους που φαινόταν ότι θα γινόταν  χορεύτρια. Ωραία οικογένεια και ο γιός της και ο «ανηψιός» της με την αμερικάνα γυναίκα του και τους δυό τους γιούς, δύο έφηβους χαμένους στα κινητά τους , αλλά όλοι ήταν ευγενικοί και η Ίνγκριντ έπαιζε τέλεια την χαρούμενη οικοδέσποινα.

 Κατά τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς είχε χιονίσει αλλά ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Της πρότεινα να την πάω μια βόλτα σε μια διπλανή πόλη να δούμε την περιοχή των Έιμις, και να φάμε κάτι πρόχειρο κοντά σε μια από τις δύο λίμνες της κομητείας.

 Είχα το κανονικό μου ρεπό από την εργασία μου και πήγα με το αμάξι μου να την πάρω. Με περίμενε καθισμένη στο ντιβάνι που κοιμόταν το οποίο βρισκόταν απέναντι από την είσοδο του σπιτιού της. Είχα το κλειδί, όλοι έχουμε τα κλειδιά των ασθενών που επισκεπτόμαστε, και όταν άνοιξα την πόρτα της, την είδα ντυμένη με ένα κομψό ταγέρ, φουλάρι στο λαιμό, μέχρι και ένα ελαφρό άρωμα έφτασε στην μύτη μου. Την βοήθησα να φορέσει το παλτό της, μάζεψα την αναπηρική της καρέκλα στο πόρτ μπαγκάζ και ξεκινήσαμε.

Στην διαδρομή διατηρούσα το ενδιαφέρον της μιλώντας της για τα αξιοθέατα που βλέπαμε να εκτείνονται στα απέραντα αραποσιτοχώραφα, τα δάση, τα αλσύλλια με τις μεγάλες αμερικάνικες κατοικίες αποικιακού ρυθμού και τους χιονισμένους λόφους που ανοίγονταν μπροστά μας. Περάσαμε την μία από τις δύο λίμνες της περιοχής και της έδειχνα  το ράντσο με τα εικοσιπέντε άλογα του φίλου μου του Τσεχοσλοβάκου Ulises (Οδυσσέα). Υπέροχα αραβικά άλογα  που άλλα έτρωγαν από μεγάλους θύσανους με άχυρο και άλλα έπιναν νερό από μεγάλες μαύρες βαρέλες ενώ άλλα ήταν σκορπισμένα ήρεμα στους λόφους του ράντσου. Η ώρα προχωρούσε και σε λίγο ο φίλος μου ο Οδυσσέας θα τα μάζευε κάτω από το τεράστιο υπόστεγο. Κάπου μακρυά ακούγονταν τα κογιώτ: «Τ’ ακούς τα κογιώτ που λόγω χιονιού έχουν πλησιάσει την πόλη γιατί πεινάνε;» την ρώτησα. Κοιτούσε όπου  κοίταζα και όπου της έδειχνα με το χέρι. Ήταν σε μια χαρούμενη έξαψη και έναν ενθουσιασμό ανάμικτο με ευγνωμοσύνη. Ένοιωθα την χαρά της που έκανε car riding μαζί μου.

-Αμαξάδα, πετάχτηκε η μητέρα μου.

Ο θειόπαππος συνέχισε την διήγησή του σαν να βρισκόταν αλλού: «-Ξέρεις, μου λέει  η Ίνγκριντ, στο Fairfield έχει μαγαζί ο γυιός μου.» «- Ο γυιός σου;» «- Ναι.» «- Θες να πάμε; Να τον χαιρετήσουμε;» «- Ναι αν γίνεται.» «-Πες μου το κινητό του να τον ενημερώσω ότι θα τον επισκεφτούμε.»

-Τον βρήκες παππού, ρωτάει η κόρη μου.

-Τον βρήκα αλλά μια παγωμάρα ακολούθησε το Hello μου. Του θύμησα ποιος είμαι και πιά σχέση έχω με την μητέρα του και μόλις αισθάνθηκα την παγωμάρα από την άλλη άκρη του καλωδίου, του είπα αμέσως, ότι η μητέρα του πρότεινε να τον επισκεφτεί και γι’ αυτό θα περάσουμε να τον χαιρετίσουμε και να μας πει που βρίσκεται το μαγαζί του γιατί είμαστε περαστικοί από εκεί. Μετά την πρώτη του σαστιμάρα τέλος πάντων μου έδωσε το στίγμα του μαγαζιού του, είχε ποδήλατα στο Fairfield και θα το έβρισκα εύκολα.

Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, αναρωτήθηκα τι στο καλό, πόσο εχθρικός μπορεί να είναι κάποιος με την μητέρα του που να μην θέλει τόσο πολύ να την δει. Τόσα χρόνια σ’ αυτή τη χώρα έχω καταλάβει ότι δεν έχουν «κοντινές» σχέσεις οι οικογένειες, αλλά αυτό ποτέ δεν το συνήθισα. Anyway,  μετά από λίγο φτάσαμε στην κωμόπολη και αφού περάσαμε τις υπέροχες βίλλες δίπλα στο ποτάμι και φτάσαμε στο κέντρο της πόλης, βρήκα το ποδηλατάδικο, πάρκαρα απέξω και βοήθησα την Ίνγκριντ να βγει από το αμάξι.  Προχωρήσαμε δειλά – δειλά προς την είσοδο. Ο Γυιός της, ένας κοκκινομάλλης γεροδεμένος 60ρης είχε βγει στην είσοδο και στεκόταν αμήχανα με ένα παγωμένο χαμόγελο στα χείλη. Η Ίνγκριντ μου ψιθύρισε: «Μην φύγεις, μείνε μαζί μου».

Υπάκουσα και προχωρήσαμε στο εσωτερικό του μαγαζιού.

«Γειά σου μαμά». «Γειά σου Πώλ, ωραίο μαγαζί έχεις». «Thanks mam».

Η Ίνγκριντ με έσφιγγε στο μπράτσο μου έτσι όπως ήμασταν αγκαζέ και περιφερόμασταν στο ποδηλατάδικο. Ένοιωθα την ταραχή της, σαν να αντιμετώπιζε έναν παλιό λογαριασμό που έπρεπε όμως να κλείσει. Χάιδεψε έναν μαύρο καναπέ από δερματίνη: «Μπορώ να καθίσω;» «Ω! Όχι μαμά, είναι πολύ μαλακό το αφρολέξ και μπορεί να πέσεις!» «Ωραία λοιπόν, ωραίο το μαγαζί σου, Καλές δουλειές, Καλά Χριστούγεννα!» «Πάμε Πώλ.»

Με έσφιξε ανεπαίσθητα στο μπράτσο σαν να μου ένευσε: «αρκετά μείναμε εδώ, πάμε» και βγήκαμε έξω. Εγώ τον χαιρέτησα με συγκρατημένη ευγένεια που λένε και με την άκρη του ματιού μου, όταν η Ίνγκριντ έσκυβε για να μπεί στο αυτοκίνητό μου, είδα ότι ο Πώλ είχε βγει στην είσοδο του μαγαζιού του και μας κοιτούσε αμήχανα μέχρι που απομακρυνθήκαμε με το αμάξι.

Καλά δεν είχε πάει ποτέ στο μαγαζί του γυιού της παππού; Ρώτησε η κόρη μου.

Ποτέ. Την ρώτησα κι εγώ και μάλιστα ξέρεις τι μου είπε; Ότι αυτή του είχε δώσει τα λεφτά για να το ανοίξει αυτό το μαγαζί.

Καλά στο σπίτι της την είχε επισκεφτεί ποτέ; Συνέχισε τις ερωτήσεις η κόρη μου με ανοιχτά τα ματάκια της όλο απορία.

Ναι, είχε πάει μια φορά απ’ ότι μου είπε η ίδια η Ίνγκριντ. για να υπογράψουν τα χαρτιά για το μαγαζί.

Παππού, πάντως τόση σκληρότητα  να δείχνει στην μάνα του κάποιος, δεν το καταλαβαίνω…

Ναι, παιδί μου, αφού κι εγώ στενοχωρήθηκα και ξαφνιάστηκα με αυτές τις σχέσεις, αλλά επειδή ήταν εκείνη την στιγμή μαζί μου μού λέει χαρούμενη: – Και τώρα πάμε να σε κεράσω μία πίτσα κοντά στην λίμνη. Αφού πρώτα πάω μια τουαλέτα γιατί είμαι και γριά… καταλαβαίνεις.

Η ώρα ήταν λίγο πριν τις 5.00 και δεν γνώριζα αν βρίσκαμε κάτι ανοιχτό εκεί γύρω, είναι και μια ήσυχη πεδινή περιοχή με τεράστιους δρόμους. Κοντά στην λίμνη είδα μια ταμπέλα «Capricio pizza”  «Πάμε εκεί» της είπα και οδήγησα μέχρι το προαύλιο της πιτσαρίας. Συνοδεύοντάς την στην τουαλέτα, ένας νεαρός γύρω στα τριάντα με συμπαθητικά ιταλικά χαρακτηριστικά, μαύρα μαλλιά, μέτριο ανάστημα, λευκή επιδερμίδα,  μας καλωσόρισε. Του εξήγησα ότι είναι λίγο επείγον να πάει στην τουαλέτα, την συνόδευσα μέχρι εκεί και περίμενα απέξω. Ο ιταλός ήταν ευγενικός, και σκέφτηκα να φάμε εκεί κάτι πρόχειρο. «Δυστυχώς, ανοίγουμε στις 6.00 κανονικά» μου είπε ο Ιταλός. Αλλά και αυτός δεν ήταν Ιταλός όπως κι εγώ δεν ήμουν Αμερικάνος. Ήταν Αλβανός από την Σικελία, κοντοχωριανοί δηλαδή, κάναμε χαρά μεγάλη, είπαμε τα … λόγια και μού είπε: «Καθήστε, θα πώ αν μου κάνουν έλεγχο ότι είσαι ξάδελφός μου» “Si, si, certo” του είπα κι εγώ χαμογελώντας συνωμοτικά.

Χαρούμενη η Ίνγκριντ, χαρούμενος κι εγώ μιλούσαμε για διάφορα εκτός από την τραυματική συνάντηση με τον γυιό της. Αφού τελειώσαμε τα κανελόνια εγώ, την σαλάτα της αυτή, ξεκινήσαμε το ταξίδι της επιστροφής στην πόλη μας. Εξακολουθούσε να είναι χαρούμενη στην επιστροφή αλλά και κάποιες στιγμές αφηρημένη και κουρασμένη. Δεν επέμεινα με την φλυαρία μου και τις σαχλαμάρες μου. Επιστρέψαμε σπίτι της, την συνόδευσα μέσα στο δωμάτιο, στο ντιβάνι της, δίπλωσα και την αναπηρική της καρέκλα σε μια γωνιά, την ρώτησα αν θέλει τίποτε, μου είπε όχι, της ευχήθηκα Καλά Χριστούγεννα, την άφησα καθισμένη στο ντιβάνι της και έφυγα αφού την χαιρέτισα με ένα νεύμα. Στο σπίτι μου αισθάνθηκα την μοναξιά της και αναρωτήθηκα πόσο κακή μάνα ήταν; Είχε χάσει και άντρα και τρία παιδιά σε μεγάλη ηλικία χτυπημένους από αρρώστια. Τι τιμωρία ήταν αυτή η συμπεριφορά του γιού της;

Τις επόμενες ημέρες άρπαξα ένα κρύωμα, έμεινα στο σπίτι μου να αναρρώσω και δεν πήγα στην περιοχή της. Με αντικατέστησε άλλος στην επίσκεψη για να της δώσουν τα φάρμακα που έπαιρνε. Όταν πήγα στην δουλειά , μετά την πρωτοχρονιά, με φώναξε η προϊσταμένη στο γραφείο.

«Βγήκες με την Ίνγκριντ έμαθα». Δαγκώθηκα από μέσα μου. Κακό ήταν;

«Ξέρεις, δεν δημιουργούμε πολύ προσωπικές σχέσεις με τους ασθενείς μας».

«Είναι 102 χρονών, δεν φαντάζομαι να…»

«Όχι, απλώς σε κέρασε και αυτό είναι σαν εγχρήματη συναλλαγή, που δεν επιτρέπεται ανάμεσα σε επαγγελματία υγείας και εξυπηρετούμενο».

«Επέμενε ξέρετε» «Καλύτερα να την είχες κεράσει εσύ». «Επέμενε τόσο πολύ να με ευχαριστήσει που…» Και εξήγησα σχεδόν την φάση που συνέβη. Ήμουν ειλικρινής και επειδή πραγματικά η προϊσταμένη ήταν άνθρωπος με κατανόηση, μου επέστησε την προσοχή: «Καλύτερα να μην ξαναγίνει».

Όταν πήγα να δω την Ίνγκριντ, της είπα λίγο πειραχτικά «Τι έγινε και το μάθανε στην δουλειά; Γιατί το’ πες;» Χλόμιασε, άρχισε να ψελλίζει: «Δεν ήθελα να σου δημιουργήσω πρόβλημα».

Την ησύχασα. Δεν ήθελα να την στενοχωρήσω και’ γω.

-Ζει αυτή η κυρία παππού; Ρώτησε η κόρη μου.

-Ξέρεις μικρή μου, ό,τι και να είναι ο γονιός, το παιδί πρέπει να συγχωρεί ή δεν πρέπει τον γονιό για τα λάθη του;

– Πρέπει παππού γιατί και αυτή τον βοήθησε με το μαγαζί του.  Και τα λεφτά που του’ δωσε αγάπη είναι. Κάτι της χρώσταγε και αυτή ήταν και εκατό χρονών γριά. Αυτός θα κλαίει μετά.

-Άντε κόρη μου βάλε μου λίγο  γλυκό κρασάκι ακόμα, δεν περνιέται αλλώς ο  φετινός χειμώνας, είναι πιο  κρύος από άλλες χρονιές νομίζω!

In Memoriam of Ingrid

Πηγή Εικόνας: https://i.pinimg.com/564x/4f/c1/60/4fc160dd810638985b7efe4ddba988f8.jpg

Σχόλια

newsletter banner anagnostis